Δικηγόρος, LL.M., Υποψ. Δ.Ν. (Universität Bayreuth)
1. Προϋποθέσεις καθορισμού Π.Ο.Τ.Α.
Ο θεσμός των Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.), που προσδιορίζεται κυρίως από τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 2545/1997«Βιομηχανικές και Επιχειρηματικές Περιοχές κλπ…» (Φ.Ε.Κ. Α’ 254/15.12.1997), αποτελεί ένα αξιόλογο εργαλείο χωροταξικού σχεδιασμού, κατωτέρου επιπέδου. Με αυτό το θεσμό επιδιώκεται ο καθορισμός χώρων σε δημόσιες ή ιδιωτικές εκτάσεις εκτός εγκεκριμένου σχεδίου πόλης και εκτός των ορίων των οικισμών προ του έτους 1923. Συγχρόνως, επιδιώκεται και ο καθορισμός ορίων οικισμών κάτω των 2.000 κατοίκων για τη δημιουργία συνόλων τουριστικών εγκαταστάσεων αλλά και συμπληρωματικών εγκαταστάσεων αναψυχής, άθλησης και υπηρεσιών διάθεσης του ελεύθερου χρόνου των τουριστών.
Ως προς το κρίσιμο ζήτημα του καθορισμού των Π.Ο.Τ.Α., που απασχολεί τη χωροταξία, στην παρ. 3 του άρθρο 29 του ν. 2545/1997 ορίζεται, ότι: «Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση των Π.Ο.Τ.Α. γίνεται μετά από αίτηση φυσικών ή νομικών προσώπων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και ύστερα από γνώμη του
οικείου νομαρχιακού συμβουλίου, σε εφαρμογή εγκεκριμένου χωροταξικού σχεδίου, εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου, ή τομεακής αναπτυξιακής-χωροταξικής μελέτης και εναρμονίζεται με τις χρήσεις και λειτουργίες της ευρύτερης περιοχής και τους γενικότερους αναπτυξιακούς στόχους» (εδ. α’) ... «Εάν δεν υφίσταται εγκεκριμένο χωροτοξικό σχέδιο ή τομεακή αναπτυξιακή χωροταξική μελέτη πριν το χαρακτηρισμό και την οριοθέτηση με την παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση μιας περιοχής ως Π.Ο.Τ.Α., απαιτείται η σύνταξη και έγκριση γενικών κατευθύνσεων τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α., σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Οι κατευθύνσεις αυτές συντάσσονται από τον Ε.Ο.Τ. και εγκρίνονται με απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων.» (εδ. γ’, δ’).
Αξίζει να σημειωθεί, ότι με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 5 περ. γ’ του παραπάνω νόμου, ο νομοθέτης ρητά επιτρέπει να περιληφθούν σε έκταση χαρακτηριζόμενη ως Π.Ο.Τ.Α. και περιοχές που εμπίπτουν σε ειδικό νομικό καθεστώς προστασίας. Ενδεικτικά αναφέρονται στο νόμο οι δασικές εκτάσεις και οι αρχαιολογικοί χώροι. Αφήνεται συνεπώς να εννοηθεί ότι σε αυτούς θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται και προστατευόμενες περιοχές σπουδαίας οικολογικής αξίας, ενταγμένες στον κατάλογο του Δικτύου Νatura 2000. Eπισημαίνεται όμως ρητά, ότι γι’ αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζονται οι οικείες προστατευτικές διατάξεις. Εννοείται εδώ μεταξύ άλλων η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18 έως 22 του ν. 1650/1986, που ορίζουν ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας σε περιοχές μεγάλου οικολογικού ενδιαφέροντος, για τις οποίες θεσπίζονται συγκεκριμένες χρήσεις γης.
2. Η σύσταση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας
Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 29 παρ. 3 εδ. γ’ και δ’ ν. 2545/1997, που, όπως προειπώθηκε, προβλέπει την κατ’ εξαίρεση σύσταση Π.Ο.Τ.Α., εφόσον έχουν συνταχθεί από τον Ε.Ο.Τ. και έχουν εγκριθεί, με απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α. σε εθνικό ή σε περιφερειακό επίπεδο, εκδόθηκε η υπ’ αρ.
24069/3817/19.10.2001 υπουργική απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Φ.Ε.Κ. Δ’ 887/22.10.2001). Σύμφωνα με αυτή την απόφαση οριοθετήθηκαν ως Π.Ο.Τ.Α. τρεις περιοχές της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας (Πύλος, Ριζόμυλος, Ρωμανού), με συνολική έκταση που υπερβαίνει τα τέσσερα εκατομμύρια τ.μ. (πάνω από 4.000 στρέμματα). Με την ανωτέρω πράξη μάλιστα δεν χωροθετούνται απλώς οι τρεις περιοχές ως Π.Ο.Τ.Α., με απλό καθορισμό των ορίων τους, αλλά, κυρίως, επιβάλλονται για πρώτη φορά στις ανωτέρω εκτός σχεδίου πόλεως περιοχές συγκεκριμένες χρήσεις γης, ο συνδυασμός των οποίων αποτελεί κατά νόμο το περιεχόμενο της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας. Έτσι, μεταβάλλεται ο χαρακτήρας και η χρήση γης της περιοχής από γεωργικός σε τουριστικός. Ένα τέτοιο γεγονός έχει επιπτώσεις σε ολόκληρο το νομό Μεσσηνίας.
Συστάθηκε συνεπώς η Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, τμήμα της οποίας, στην περιοχή Ρωμανού νότια του ποταμού Σέλλα, βρίσκεται στον πυρήνα της προστατευόμενης περιοχής της λιμνοθάλασσας της Πύλου. Επίσης, η Π.Ο.Τ.Α. στην περιοχή Πύλου εφάπτεται στις προστατευόμενες περιοχές μεγάλης οικολογικής και βιολογικής αξίας, «Λιμνοθάλασσα Πύλου και νήσος Σφακτηρία, Άγιος Δημήτριος» και «Λιμνοθάλασσα Γιάλοβας, Σφακτηρία».
[1] Οι παραπάνω περιοχές, καθώς περιλαμβάνουν οικοσυστήματα σπουδαίας περιβαλλοντικής αξίας (προστατευόμενες ακτές, λιμνοθάλασσες, παρόχθιο δάσος, ποτάμια και εκβολές, ρέματα κ.α.) έχουν δηλωθεί εδώ και καιρό στον Εθνικό Κατάλογο των σημαντικών οικοτόπων του προγράμματος Νatura 2000. Έτσι, είναι δεδομένο ότι η καταλληλότητα αυτών των περιοχών ελέγχεται, προκειμένου να ενταχθούν οριστικά στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000 (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ και 79/409/ΕΟΚ) με κωδικούς GR 2550004
και GR 2550008 αντίστοιχα.
[2] Ωστόσο, η έγκριση της σχετικής Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης, που έχει ήδη συνταχτεί και προτείνει την ένταξη των περιοχών αυτών στο Δίκτυο Νatura 2000, αλλά και του σχεδίου προεδρικού διατάγματος, που αφορά στον οριστικό χαρακτηρισμό αυτών των περιοχών ως σπουδαίων οικοτόπων έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα από τις αρμόδιες αρχές, καθώς η έκδοσή του εκκρεμεί από το 2007.
[3] Είναι εξάλλου γνωστό, ότι το ΔΕΚ έχει ήδη καταδικάσει την Ελλάδα για παράληψη λήψης των απαραίτητων θεσμικών μέτρων για τη διασφάλιση της προστασίας και διαχείρισης σημαντικών οικοτόπων του Δικτύου Νatura 2000.
[4] Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω ΚΥΑ, με την οποία χωροθετήθηκε η Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας εκδόθηκε, κατ’ εφαρμογή των κατευθύνσεων τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α. που καθορίζονται σε σχετική απόφαση του Γ.Γ. του Ε.Ο.Τ.,[5] χωρίς να έχει προηγηθεί της έκδοσής της η σύνταξη και έγκριση ευρύτερου χωροταξικού σχεδίου, οποιουδήποτε επιπέδου, με το οποίο η περιοχή αυτή, είτε καθεαυτή είτε ως τμήμα ευρύτερης περιοχής, να προτείνεται ως κατάλληλη να χαρακτηριστεί ως Π.Ο.Τ.Α. Επίσης, μετά την έκδοση της ανωτέρω ΚΥΑ, με την οποία οριοθετήθηκαν οι τρεις περιοχές Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 25294/25.6.2003 (Φ.Ε.Κ. Β’ 1485) απόφαση της Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία εγκρίθηκε το κατά το άρθρο 8 του ν. 2742/1999 Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Στο άρθρο 3.6. της εν λόγω απόφασης αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας έχει ήδη ολοκληρωθεί με την ανωτέρω ΚΥΑ (ΚΥΑ 24069/3817/2001).
[6] Αξιοσημείωτο είναι, ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 της ανωτέρω ΚΥΑ η απόφαση αυτή - η οποία σημειωτέον δεν προϋποθέτει την εκπόνηση Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) για τις σχεδιαζόμενες εγκαταστάσεις, δεν υποκαθιστά τυχόν απαιτούμενες από την κείμενη νομοθεσία εγκρίσεις. Υποκαθιστά όμως την προέγκριση χωροθέτησης και της έγκρισης καταλληλότητας του γηπέδου.
Συνακόλουθα, για την περαιτέρω διευκόλυνση υλοποίησης της σχεδιαζόμενης επένδυσης στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, και η υπ’ αρ.1079579/7291/0010/11.10.2004 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Τουριστικής Ανάπτυξης (Φ.Ε.Κ. Δ’ 925/18.10.2004), με την οποία κηρύχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων, συνολικού εμβαδού 260.336,73 τ.μ., υπέρ και με δαπάνες του φορέα της Π.Ο.Τ.Α., στις περιοχές Ρωμανού και Πύλου του νομού Μεσσηνίας, για την απόκτηση από τον παραπάνω φορέα του συνόλου της έκτασης, που χαρακτηρίστηκε ως Π.Ο.Τ.Α.
Η ανωτέρω διοικητική πράξη έχει εν προκειμένω ιδιαίτερη σημασία, διότι θεωρείται ουσιαστικά ως έναρξη πραγματοποίησης του σχεδιαζόμενου έργου στην επίμαχη περιοχή. Και τούτο, διότι κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1650/1986, ως έναρξη πραγματοποίησης έργου θεωρείται όχι μόνο η υλική ενέργεια εκτέλεσης του έργου, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξης, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη εκτελέσης του έργου.
[7] Τέτοια είναι και η παραπάνω απόφαση, με την οποία κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση των αναγκαίων εκτάσεων για την εκτέλεση του έργου.
[8] Έτσι, με βάση το ανωτέρω πλαίσιο, στα όρια της εν λόγω προστατευόμενης περιοχής του Δικτύου Ναtura 2000 ξεκίνησε η κατασκευή των εγκαταστάσεων του συγκροτήματος «Costa Navarino». Οι σχεδιαζόμενες ξενοδοχειακές μονάδες θα φέρουν συνολική χωρητικότητα άνω των 7.000 κλινών, ενώ μεταξύ άλλων στην επίμαχη Π.Ο.Τ.Α. προβλέπεται και η κατασκευή μεγάλων γηπέδων γκολφ (18 οπών), συνεδριακών εγκαταστάσεων, κέντρων θαλασσοθεραπείας, η κατασκευή άνω των 260 ιδιωτικών και κοινόχρηστων υδάτινων δεξαμενών κολύμβησης (πισίνες), αλλά και ποικίλων άλλων κτιριακών υποδομών για μη αμιγώς τουριστική χρήση.
[9] Ενδεικτικό της φύσης και της κλίμακας της συγκεκριμένης επένδυσης στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, είναι το γεγονός ότι οι αναγκαίες ποσότητες νερού για την πλήρη λειτουργία της υπολογίζονται σε 9.332 κυβικά μέτρα νερού ημερησίως.
[10]
3. Προσφυγή στο ΣτΕ κατά του καθορισμού της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας
Η νομιμότητα της προαναφερόμενης πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αμφισβητήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από θιγόμενους ιδιοκτήτες της περιοχής (βλ. ανάλυση τη απόφασης στο κεφ. 6 επ.). Το Δικαστήριο δεν εξέτασε όμως μόνο την πράξη αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αλλά αυτεπάγγελτα προέβη παρεμπιπτόντως και στην εξέταση νομιμότητας της ΚΥΑ 24069/3817/19.10.2001, αλλά και των διοικητικών πράξεων (βλ. κατωτ.), που αποτελούν το νομικό της υπόβαθρο. Η συγκεκριμένη πράξη θεωρείται ότι αποτελεί το νομικό έρεισμα, -ενόψει του ότι με αυτήν επιβάλλονται για πρώτη φορά συγκεκριμένες χρήσεις γης στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας- για την έκδοση στη συνέχεια και των πράξεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτων, που εμπίπτουν στις περιοχές αυτές για την απόκτηση των αναγκαίων εκτάσεων της Π.Ο.Τ.Α.
Έτσι, διατυπώνεται η άποψη, ότι καθ’ ο μέρος καθορίζονται χρήσεις γης, η ανωτέρω ΚΥΑ έχει κανονιστικό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί μέρος του νομοθετικού πλαισίου, που διέπει την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Επομένως το κύρος αυτής δύναται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στην παρούσα δίκη.
[11] Εξάλλου, η εξεταζόμενη ΚΥΑ ως πράξη χωροθέτησης του έργου για το οποίο επιβλήθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση, είναι συναφής με την προσβαλλομένη πράξη. Επομένως, η ΚΥΑ θα έπρεπε να θεωρηθεί ως συμπροσβαλλομένη πράξη, δεδομένου, ότι αυτή είναι και η χρονολογικά προγενέστερη πράξη.
[12]
4. Η οικολογική σημασία του προστατευόμενου υγροβιοτόπου στα όρια της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας - Ο κίνδυνος περιβαλλοντικής υποβάθμισης
Η οικολογική σημασία του προστατευόμενου υγροβιότοπου στα όρια της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας είναι δεδομένη. Η μεγάλη ποικιλία ειδών βενθικής μακροπανίδας, αλλά και η ποικιλία χλωρίδας δίνει στη λιμνοθάλασσα μια θέση ανάμεσα στις πιο πλούσιες στη Μεσόγειο. Σε αυτήν φιλοξενούνται περίπου 275 είδη πουλιών (63% των ειδών που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα μεταξύ των οποίων 74 απειλούμενα είδη). Εκτός των πτηνών, ανάμεσα σε διάφορα σπάνια και απειλούμενα είδη θηλαστικών, ερπετών και αμφίβιων ζώων, όπως βίδρες, τσακάλια, 12 είδη νυχτερίδων, είδη της κρασπεδωτής και μεσογειακής χελώνας, η ενδημική πελοποννησιακή σαύρα και γουστέρα, ο τυφλίτης, ο πρασινόφρυνος, ο δενδροβάτραχος, βρίσκει καταφύγιο και ο μοναδικός στην Ευρώπη πληθυσμός του απειλούμενου με εξαφάνιση αφρικανικού χαμαιλέοντα, που σημειωτέον προστατεύεται και από τη συνθήκη CITES.
[13] Στις γύρω παραλίες ωοτοκεί και η προστατευόμενη χελώνα caretta-caretta. Στις αμμοθίνες της περιοχής και στις όχθες της λιμνοθάλασσας βλασταίνουν σπάνια ενδημικά και μη φυτά, όπως π.χ. ο κρόκος, το αγριογαρύφαλλο, η σκουλαρικιά, το νερόκρινο, το μελισσάκι, η μανδραγόρα και μεταξύ άλλων 20 είδη ορχιδέας. Με άλλα λόγια, η εν λόγω προστατευόμενη περιοχή αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους βιοτόπους των Ν. Βαλκανίων, καθώς χαρακτηρίζεται από την παρουσία 13 περιβαλλοντικά αξιόλογων τύπων οικοτόπων της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στους οποίους περιλαμβάνονται και 2 τύποι εξαιρετικής προτεραιότητας.
[14] Η συγκεκριμένη περιοχή τoυ Δικτύου Νatura 2000 θεωρείται ως Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), χαρακτηρίζεται ως Καταφύγιο Άγριας Ζωής (ΚΑΖ) και αναμένεται να χαρακτηριστεί οριστικά ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ), σύμφωνα με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Ακόμη, έχει κηρυχθεί ως Περιοχή Εξαιρετικής Φυσικής Ομορφιάς. Επιπλέον, λόγω της πλούσιας ορνιθοπανίδας της, χαρακτηρίζεται και ως Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΠΕ). Η περιοχή προστατεύεται επίσης ως αρχαιολογικός χώρος, καθώς έχουν ανακαλυφθεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Σημειώνεται δε ότι για το σύνολο της περιοχής έχει εκπονηθεί Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος LIFE - Φύση, σύμφωνα με την οποία ολόκληρη η λεκάνη απορροής της προστατευόμενης περιοχής που υπάγεται στον κατάλογο του Δικτύου Natura 2000 προτείνεται ως Ρυθμιστική Ζώνη, ενώ η «Λιμνοθάλασσα Πύλου και Νήσος Σφακτηρία» προτείνεται να χαρακτηριστεί ως Περιοχή Προστασίας της Φύσης κατά το άρθρο 19 παρ.2 του ν. 1650/1986). Ανεξάρτητα από αυτά πάντως η έκδοση του προεδρικού διατάγματος, που αναμένεται να κυρώνει τις παραπάνω προτάσεις δεν έχει έως τώρα εκδοθεί.
Ενόψει των παραπάνω στοιχείων κάθε δραστηριότητα σε αυτήν θα πρέπει συνεπώς να εξετάζεται αυστηρά υπό το πρίσμα των επιπτώσεων που θα επιφέρει στην ευαίσθητη οικολογικά αυτή περιοχή.
[15] Υπενθυμίζεται
εξάλλου, ότι το ΔΕΚ έχει επισημάνει, πως το άρθρο 4 παρ. 1 και 2, της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, «για τη διατήρηση των αγρίων πτηνών», επιβάλλει στα κράτη-μέλη να αναγνωρίσουν, όσον αφορά τις ΖΕΠ, νομικό καθεστώς προστασίας ικανό να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιβίωση και την αναπαραγωγή των ειδών πτηνών που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι της Οδηγίας, καθώς και την αναπαραγωγή, την αλλαγή φτερώματος και τη διαχείμανση των ειδών αποδημητικών πτηνών που δεν περιλαμβάνονται στο εν λόγω παράρτημα και των οποίων η έλευση είναι τακτική. Συγχρόνως δυνάμει της παρ. 4, του άρθρου 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ, όπως έχει μερικώς τροποποιηθεί, καθόσον αφορά τις ΖΕΠ, με το άρθρο 7 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ «για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας», ορίζεται ότι το νομικό καθεστώς προστασίας των ζωνών αυτών πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι στις ΖΕΠ θα αποφεύγονται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία έχουν οριστεί οι εν λόγω ζώνες.[16] 1) Η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας ή Διβάρι,
2) Οι αμμοθίνες στην παραλία του Ρωμανού. Τονίζεται δε ότι ο χώρος αυτός θεωρείται ως οικότοπος προτεραιότητας της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανωτέρω περιοχή προτείνεται να χαρακτηριστεί ως Περιοχή Προστασίας της Φύσης,
λόγω της μεγάλης οικολογικής και βιολογικής της αξίας (βλ. άρθρο 19 παρ.2 ν. 1650/1986), έτσι ώστε να απαγορεύεται κάθε δραστηριότητα ή επέμβαση που είναι δυνατό να μεταβάλει ή να αλλοιώσει τη φυσική κατάσταση, σύνθεση ή εξέλιξή της.
3) Ο ποταμός Σέλλας και τα άλλα ρέματα της περιοχής, που έχουν σημαντική παραποτάμια βλάστηση.
Η γνωμοδότηση της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού, καταλήγει ότι δεν υπάρχει αντίρρηση για το χαρακτηρισμό και την οριοθέτηση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας. Αυτό όμως γίνεται δεκτό υπό την προϋπόθεση, ότι θα προβλέπεται σειρά πρόσφορων τεχνικών λύσεων για την εξασφάλιση των αναγκών σε υδάτινο δυναμικό της εγκατάστασης, με δεδομένο ότι
οι αναγκαίες ποσότητες νερού για την πλήρη λειτουργία της Π.Ο.Τ.Α. είναι πολύ μεγάλες. Συγχρόνως, τονίζεται ότι στη φάση υποβολής των Μ.Π.Ε. θα πρέπει να περιγραφεί αναλυτικά ο τρόπος διαχείρισης του υδάτινου δυναμικού της περιοχής, προκειμένου η λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, ο ποταμός Σέλλας και το παρόχθιο δάσος του να μην απειληθούν από την υπεράντληση των υπόγειων υδροφορέων καθώς και από υπερμετρη χρήση επιφανειακών υδάτων για ύδρευση και άρδευση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας.
Επίσης συστήνεται, ότι το τμήμα της περιοχής Ρωμανού, θα πρέπει να αναπτυχθεί με ήπιο τρόπο, ενώ θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα μη χωροθέτησης κτιριακών εγκαταστάσεων στο τμήμα αυτό και να βρεθεί τρόπος πρόσβασης των χρηστών στην παραλία από σημεία εκτός των αμμοθινών ή έστω να εξασφαλιστεί, ότι τα σημεία πρόσβασης στην παραλία θα είναι τα λιγότερα δυνατά. Θα πρέπει, τέλος, να προταθούν συγκεκριμένοι τρόποι προστασίας των αμμοθινών.
Οι συστάσεις της ανωτέρω γνωμοδότησης δεν υιοθετήθηκαν τελικά από την επενδυτική εταιρία. Ενδεικτικό αυτού είναι, ότι ειδικά στην περιοχή της Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού, όπου λόγω της εξαιρετικής οικολογικής της αξίας προτείνεται η μη χωροθέτηση κτιριακών εγκαταστάσεων και η ανάπτυξή της σε ήπια πλαίσια, ο επενδυτής έχει σχεδιάσει κτιριακά συγκροτήματα και ποικίλες τουριστικές και μη αμιγώς τουριστικές εγκαταστάσεις (συνολικής έκτασης 1.391.990 τ.μ.). Ενόψει αυτών, εκφράζονται φόβοι για κινδύνους που ελλοχεύουν για την προστασία της περιοχής λόγω υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας αυτής από τις υψηλής δυναμικότητας και κλίμακας εγκαταστάσεις.
Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 2 της επίμαχης ΚΥΑ 3683/10.10.2001, στη Ζώνη Ι της Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού προβλέπεται:
Α) Η δημιουργία κύριων τουριστικών καταλυμάτων, όλων των λειτουργικών μορφών Α΄ και ΑΑ΄ τάξης, μέγιστης δυναμικότητας 3.500 κλινών (2 ξενοδοχεία κλασσικού τύπου ΑΑ΄ τάξης, 2 ξενοδοχεία επιπλωμένων διαμερισμάτων Α΄ τάξης), καθώς και εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής και, συγκεκριμένα, ενός συνεδριακού κέντρου (1.175 θέσεων) και ενός κέντρου θαλασσοθεραπείας.
Β) Στη Ζώνη ΙΙ της Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού προβλέπεται η δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων, εγκαταστάσεων γκολφ και εγκαταστάσεων τεχνικής υποδομής.
Γ) Στη Ζώνη ΙΙΙ προβλέπεται η ανέγερση όλων των κτιρίων για την εξυπηρέτηση του συνόλου των ειδικών χρήσεων του άρθρου 8 της ανωτέρω ΚΥΑ.
[17] Εκ των πραγμάτων, η ραγδαία και απότομη αύξηση της τουριστικής κίνησης και εν γένει των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στην περιοχή, οι μεγάλες ανάγκες του ξενοδοχειακού συγκροτήματος και των γηπέδων γκολφ για υδάτινο δυναμικό, η απουσία σχεδίου ολοκληρωμένης διαχείρισης απορριμμάτων, που εδώ και χρόνια χαρακτηρίζει την περιοχή, αντίθετα από τις επιταγές της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, οι ελλιπείς μηχανισμοί ελέγχου της περιβαλλοντικής συμβατότητας του έργου και των επιπτώσεών του στο περιβάλλον αποτελούν μερικές μόνο από τις παραμέτρους που ήδη επηρεάζουν ουσιωδώς την οικολογική ισορροπία του υγροβιότοπου.
[18] Σύμφωνα με μελέτες επιστημόνων και άλλες μαρτυρίες, η βιοποικιλότητα του εν λόγω προστατευόμενου υγροβιοτόπου υποβαθμίζεται και αναμένεται στο μέλλον να υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο από τις συνεχώς εντεινόμενες ανθρωπογενείς δράσεις.
[19] Παράλληλα, κάτοικοι της περιοχής διαμαρτύρονται - μεταξύ άλλων - και για το ότι η παρόχθια ζώνη του ποταμού Σέλλα έχει μετατραπεί σε παράνομο σκουπιδότοπο, καθώς εκεί γίνεται ανεξέλεγκτα και συστηματικά η απόθεση μπάζων και σκουπιδιών της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας.
[20] Τον Αύγουστο του 2010 καταγγέλθηκε από φορείς και η παράνομη κοπή αιωνόβιων αγριοκέδρων σε τέσσερα στρέμματα προστατευόμενου οικοτόπου προτεραιότητας, στην παραλία Αλμυρόλακκα της Γιάλοβας, καθώς και η ισοπέδωση αμμοθινών από βαρέα μηχανήματα μέσα στην προστατευόμενη περιοχή της λιμνοθάλασσας, που υπάγεται στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας. Η έως τώρα υφιστάμενη καταστροφή στην ανωτέρω προστατευόμενη ακτή εξαιρετικής σημασίας θεωρείται μάλιστα από ειδικούς ως μη αναστρέψιμη.
[21] Συγχρόνως, λόγω υπεράντλησης υδάτων από την προστατευόμενη λιμνοθάλασσα για τις ανάγκες των γηπέδων γκολφ έχει αρχίσει να στεγνώνει η δυτική πλευρά του υγροβιότοπου, ενώ έχει διαπιστωθεί υπέρμετρη αύξηση της αλατότητας της λιμνοθάλασσας, καθώς η ποσότητα των υδάτων του ποταμού Σέλλα, που εκβάλλουν σε αυτήν, έχει μειωθεί σημαντικά, εξαιτίας της κατασκευής υδατοδεξαμενής στις εκβολές του, από την οποία ποτίζονται εναλλακτικά τα γήπεδα γκολφ.
[22] Εκτός των άλλων, είναι γνωστό ότι στη Δυτική Μεσσηνία παρατηρούνται τα τελευταία έτη εντεινόμενα φαινόμενα υφαλμύρωσης.
[23] Είναι γνωστό, ότι υδροβόρες εγκαταστάσεις, που εκμεταλλεύονται παράκτια κοιτάσματα ύδατος επιδεινώνουν το πρόβλημα.
5. Προϋποθέσεις αδειοδότησης έργων σε περιοχές Natura 2000
Προβληματίζει η χωροθέτηση μιας τόσο μεγάλης κλίμακας αμιγώς τουριστικών και μη εγκαταστάσεων της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, στα όρια προστατευόμενης περιοχής ενταγμένης στο κοινοτικό Δίκτυο Natura 2000. Η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ δεν καθιστά τις περιοχές Natura άβατους χώρους, έτσι ώστε σε αυτούς να αποκλείεται απόλυτα η κατασκευή οποιουδήποτε έργου. Η ανάπτυξη της οικονομικής ζωής και της παραγωγικής δραστηριότητας επιτρέπεται και σε αυτές τις περιοχές, εφόσον όμως οι σχετικές δραστηριότητες εναρμονίζονται με τους στόχους αειφόρου διατήρησης της εκάστοτε προστατευόμενης περιοχής και δεν θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση των φυσικών οικοτόπων και των ειδών που ενδημούν σε αυτές. Με άλλα λόγια, το ΣτΕ δέχεται εν γένει ότι: «
Οι τόποι που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο του Δικτύου Natura 2000 «απολαύουν προστασίας, η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ικανοποιητικής διατήρησής τους... Δεν αποκλείεται όμως η εκτέλεση έργου σε προστατευόμενη περιοχή, εφόσον στην οικεία Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων περιέχονται εκτιμήσεις ως προς τις επιπτώσεις του και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπισή τους κατά τρόπο αποτελεσματικό, ώστε να μην επέρχεται υποβάθμιση της περιοχής»
[24] Στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι δεν αρκεί απλώς μία γενική αναφορά, ότι η τοποθεσία, όπου πρόκειται να υλοποιηθεί μία σχεδιαζόμενη επένδυση π.χ. σε ζώνη που ορίζεται από την εθνική νομοθεσία ως «τουριστικής προτεραιότητας», από τη φύση της θα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον σε συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα, επιβάλλεται η τεκμηριωμένη σε συγκεκριμένα στοιχεία διαπίστωση, ότι το εκάστοτε σχέδιο που υλοποιείται σε προστατευόμενη περιοχή ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
[25] Προκειμένου πάντως να «φωτιστεί» κατά το δυνατόν η εξεταζόμενη προβληματική, είναι κρίσιμο να εκτεθούν συνοπτικά οι όροι, υπό τους οποίους είναι δυνατό να εγκριθούν-αδειοδοτηθούν κατασκευαστικά ή άλλα σχέδια, που δεν άπτονται της συνήθους διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, και τα οποία αναμένεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του προστατευόμενου οικοσυστήματος.
Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η έγκριση έργων, που κατά την εφαρμογή της προαπαιτούμενης περιβαλλοντικής εκτίμησης επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα στο οικοσύστημα προστατευόμενης περιοχής, είναι δυνατή μόνο κατ’ εξαίρεση. Η έγκριση αυτή επιτρέπεται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εγκρίνουν το σχέδιο, ότι αυτό δεν πρόκειται να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις για την ακεραιότητα του προστατευόμενου τόπου. Το γεγονός ότι το έργο, όταν υλοποιήθηκε, δεν είχε τέτοιες επιπτώσεις δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση αυτή. Ειδικότερα μάλιστα, κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης που επιτρέπει την υλοποίηση του σχεδίου δεν πρέπει να υφίσταται, από επιστημονικής άποψης, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητα του προστατευόμενου τόπου.
[26] Έτσι, μια τέτοια έγκριση επιτρέπεται μόνο για «επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος» (συμπεριλαμβανομένων και λόγων οικονομικής ή κοινωνικής φύσης), στους οποίους αναγνωρίζεται υπέρτερη αξία από την προστασία των προστατευόμενων φυσικών οικοτόπων και των ειδών (άρθρο 6 παρ. 3 Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ).
[27] Σημειωτέον, ότι κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, το άρθρο 6 παρ. 3, της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ εξαρτά την απαίτηση κατάλληλης εκτίμησης των επιπτώσεων ενός προγράμματος ή ενός σχεδίου που δεν συνδέεται άμεσα ή που δεν είναι αναγκαίο για τη διαχείριση ενός τόπου ευρισκόμενου σε Ειδική Ζώνη Διατήρησης (ΕΖΔ), από την προϋπόθεση ότι υφίσταται πιθανότητα ή κίνδυνος αυτό να βλάψει σημαντικά τον οικείο τόπο. Λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, την αρχή της πρόληψης, το ΔΕΚ θεωρεί εν γένει ότι αυτός ο κίνδυνος υφίσταται, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα ή σχέδιο θα επηρεάσει τον προστατευόμενο τόπο κατά τρόπο σημαντικό. Στην περίπτωση δε κατά την οποία παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία σημαντικών συνεπειών, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να αρνηθούν την παροχή της αιτούμενης έγκρισης.
[28] Ειδικότερα όμως, στην περίπτωση κατά την οποία έχει εγκριθεί ένα σχέδιο κατά τρόπο μη σύμφωνο προς το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, το οποίο προβλέπει δέουσα εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων του εν λόγω σχεδίου, παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 6, το οποίο επιβάλλει την υποχρέωση να ληφθούν κατάλληλα προστατευτικά μέτρα, μπορεί να διαπιστωθεί στην περίπτωση που αποδεικνύεται η υποβάθμιση ενός οικοτόπου ή ενοχλήσεις οι οποίες έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία έχει οριστεί η επίμαχη ζώνη. Η υποβάθμιση αυτή αποδεικνύεται π.χ. εφόσον, σε δασική έκταση ευρισκόμενη εντός προστατευόμενης ζώνης, η οποία συνιστά οικότοπο ειδών προστατευομένων πτηνών, κόπηκαν δένδρα ή έγιναν άλλες παρεμβάσεις που συνεπάγονται την καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής των εν λόγω ειδών. Οι εργασίες αυτές και οι επιπτώσεις τους στην εν λόγω ζώνη ειδικής προστασίας είναι ασυμβίβαστες με το νομικό καθεστώς προστασίας του οποίου έπρεπε να απολαύει η εν λόγω ζώνη δυνάμει και του άρθρου 6 παρ. 2, της Οδηγίας 92/43.
[29] Επιπρόσθετα, για την εγκατάσταση επιβλαβών για το περιβάλλον δραστηριοτήτων σε οικολογικά προστατευόμενη περιοχή θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί όλες οι δυνατές εναλλακτικές λύσεις ηπιότερων επιπτώσεων. Παράλληλα, θα πρέπει εν γένει να αποφεύγονται οχλήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να προσβάλλουν σημαντικά τη λειτουργία του προστατευόμενου οικοσυστήματος, σύμφωνα με τους στόχους της Οδηγίας 92/43/ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, για τον έλεγχο του σχεδιαζόμενου έργου θα πρέπει να εφαρμόζονται οι καλύτερες δυνατές επιστημονικές μέθοδοι που υπάρχουν.
[30] Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι λόγοι αδειοδότησης ενός έργου σε περιοχή Natura 2000 θα πρέπει να υπερισχύουν καταφανώς της εκτιμώμενης βλάβης που θα υποστεί το περιβάλλον.
[31] Αντίθετα με το ελληνικό δίκαιο, το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ περιέχει ουσιαστική και όχι μόνο διαδικαστική ρύθμιση σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δραστηριότητας σε προστατευόμενη περιοχή του Δικτύου Natura 2000. Η διάταξη αυτή θα πρέπε
ι πάντως να ερμηνεύεται στενά.[32] Σημειωτέον, ότι οι παραπάνω προϋποθέσεις γίνονται ακόμη αυστηρότερες, όταν στην περιοχή όπου σχεδιάζεται το εκάστοτε εξεταζόμενο έργο βρίσκονται φυσικοί τόποι προτεραιότητας ή/και είδη προτεραιότητας. Τούτο ισχύει και για τον εν λόγω υγροβιότοπο της Πύλου-Γιάλοβας-Σφακτηρίας, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα στοιχεία. Ειδικά για τις περιοχές όπου διαβιώνουν κατά προτεραιότητα προστατευόμενα είδη ή βρίσκονται φυσικοί οικότοποι - όπως εν προκειμένω -
επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση έγκριση επενδυτικού σχεδίου, μόνο εάν το έργο αποσκοπεί στη δημόσια υγεία, τη δημόσια ασφάλεια, ή σε θετικές περιβαλλοντικές συνέπειες «πρωταρχικής σημασίας» (άρθρο 6 παρ. 4 εδ. β΄ Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ). Το κράτος-μέλος μπορεί πάντως να προβάλει και άλλους λόγους δημοσίου συμφέροντος, εάν αυτοί έχουν αυξημένη και ιδιαίτερη βαρύτητα. Στην περίπτωση αυτή το εκάστοτε κράτος-μέλος υποχρεούται αφενός να ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τα αντισταθμιστικά μέτρα που προβλέπει. Αφετέρου υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως γνωμοδότηση της Επιτροπής σχετικά με τους άλλους (πλην των ρητά αναφερόμενων στην Οδηγία) «επιτακτικούς λόγους σημαντικού δημοσίου συμφέροντος», που επικαλείται, προκειμένου να εγκριθεί σχέδιο που ενδέχεται να θίξει περιοχή με φυσικούς οικότοπους ή είδη προτεραιότητας. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη αποτελεί μια διαδικαστική εγγύηση ουσιώδους σημασίας, διότι μέσω αυτής γίνεται ένας ουδέτερος έλεγχος των σταθμίσεων, στις οποίες προβαίνουν οι αρχές των κρατών-μελών, κατά την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, κατά τρόπο ώστε να μειώνεται ουσιωδώς ο κίνδυνος αυθαιρεσιών από τις εθνικές διοικήσεις.
[33] Πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι κατά το άρθρο 6 παρ. 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ απαιτείται το εξεταζόμενο σχέδιο να είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του σκοπού δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται. Αυτό σημαίνει στην πράξη, ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένα άλλο σχέδιο (ή διαφορετική χωροθέτηση του ιδίου σχεδίου) κατάλληλο για την επίτευξη του ίδιου σκοπού, το οποίο θα είναι περιβαλλοντικά ηπιότερο σε σχέση με τους στόχους διατήρησης της προστατευόμενης περιοχής. Εν προκειμένω δεν απαιτείται μόνο μια πλήρης διερεύνηση των εναλλακτικών λύσεων, όπως συμβαίνει και στην κοινή διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, αλλά απαιτείται επιπλέον και η άκαρπη κατάληξη αυτής της διαδικασίας. Εάν δηλαδή κρίνεται στη εκάστοτε περίπτωση, ότι υπάρχει οποιαδήποτε εναλλακτική λύση, έστω και επαχθέστερη από την προτεινόμενη, η αρμόδια αρχή υποχρεούται να απορρίψει το σχέδιο. Προϋπόθεση εν προκειμένω είναι η εναλλακτική αυτή λύση να είναι τεχνικά και οικονομικά εφικτή, αλλά και όχι κατά προφανή τρόπο υπέρμετρα επαχθής για τον φορέα του έργου. Επομένως, η υλοποίηση ενός σχεδίου βάσει του άρθρου 6 παρ. 4, της παραπάνω Οδηγίας εξαρτάται ιδίως από την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η απουσία εναλλακτικών λύσεων .
[34] Στο πλαίσιο αυτό, η νομολογία του ΔΕΚ επισημαίνει χαρακτηριστικά, ότι το άρθρο 6 παρ. 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο κατόπιν πλήρους εκτίμησης και ανάλυσης των επιπτώσεων ενός σχεδίου. Έτσι, κρίνεται απαραίτητη η εκπόνηση και έγκριση Μ.Π.Ε. σύμφωνα και με τους όρους παρ. 3 του άρθρου 6, πριν την έγκριση και έναρξη του σχεδιαζόμενου έργου.
[35] Εξάλλου, η γνώση των επιπτώσεων αυτών όσον αφορά τους στόχους διατηρήσης του εκάστοτε προστατευόμενου τόπου συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 4 της Οδηγίας. Διότι, χωρίς τα στοιχεία αυτά, κανένας όρος εφαρμογής της παρέκκλισης, που εισάγεται με το εν λόγω άρθρο, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί. Επιπλέον, το ΔΕΚ σημειώνει, ότι η προηγούμενη μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του εκάστοτε έργου σε προστατευόμενη περιοχή είναι απαραίτητη, προκειμένου να καθοριστεί το είδος των ενδεχόμενων αντισταθμιστικών μέτρων, αλλά και να εκτιμηθούν με ασφάλεια κατά το δυνατό οι βλάβες που ενδεχομένως θα επέλθουν στην εκάστοτε προστατευόμενη περιοχή.
[36] Συναφώς με τα προηγούμενα σημειώνεται εξάλλου, ότι στο άρθρο 2 παρ. 1 της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ «για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και ιδιωτικών έργων», που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο ιδίως με το ν. 1650/1986, ρητά αναφέρεται ότι: «
Τα κράτη-μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις, ώστε τα σχέδια που, ιδίως λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους, πριν δοθεί ή άδεια.»
[37] Ακόμη, προχωρώντας περισσότερο, το ΔΕΚ τονίζει ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δέουσες εκτιμήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, αναφορές και μελέτες που παρουσιάζουν κενά και δεν διατυπώνουν πλήρεις, ακριβείς και οριστικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα, ικανά να διασκεδάσουν οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία επιστημονικής φύσης, όσον αφορά στις επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εργασιών στην οικεία Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ).
[38] Συνολικά, η εφαρμογή της εξαιρετικής ρήτρας της παρ. 4 του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ προϋποθέτει ότι θα έχει ολοκληρωθεί κατά άψογο τρόπο η προηγούμενη διαδικασία περιβαλλοντικής εκτίμησης. Παράλληλα, θα πρέπει να έχουν καταστεί απολύτως σαφείς όλες οι επιπτώσεις του υπό εξέταση σχεδίου στην προστατευόμενη περιοχή. Διαφορετικά, τόσο η στάθμιση μεταξύ δημοσίων συμφερόντων και περιβαλλοντικών θυσιών, όσο και η εκτίμηση των εναλλακτικών λύσεων θα πάσχει. Γι’ αυτό το λόγο, τόσο το ΔΕΚ όσο και το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας (BverwG) δέχτηκαν, ότι εάν η περιβαλλοντική εκτίμηση, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, είναι ελλιπής, το υποβαλλόμενο σχέδιο δεν μπορεί να εγκριθεί νόμιμα ούτε σύμφωνα με την εξαιρετική ρήτρα του άρθρου 6 παρ. 4 Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.
[39] Κατόπιν των παραπάνω, τίθεται εν αμφιβολία, αν έχουν εξεταστεί επαρκώς από τις αρμόδιες αρχές όλες οι απαιτούμενες παράμετροι, που αφορούν στον ορθολογικό και νόμιμο καθορισμό της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας συμπεριλαμβανομένων και των εγκαταστάσεων αυτής στην περιοχή των προστατευόμενων οικοτόπων της Γιάλοβας-Πύλου-Σφακτηρίας.
6. Η προβληματική καθορισμού της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας κατά την απόφαση ΣτΕ 1593/2007 - Ανάλυση Επιχειρηματολογίας
Η εξεταζόμενη απόφαση του ΣτΕ ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, και με τα εξής κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στην υπόθεση χωροθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας στα όρια προστατευόμενης περιοχής του Δικτύου Natura 2000:
α) Με τη νομιμότητα της πράξης καθορισμού Π.Ο.Τ.Α. χωρίς προηγούμενη ύπαρξη χωροταξικού σχεδιασμού.
β) Με την προβληματική υποβολής Μ.Π.Ε. μετά την πράξη χωροθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. και της πράξης που κηρύσσει την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων της περιοχής υπέρ του φορέα της Π.Ο.Τ.Α.
γ) Με τη νομιμότητα της πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης υπέρ ν.π.ι.δ. στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας για λόγους γενικότερου, δημοσίου συμφέροντος.
Αυτά τα ζητήματα εκτίθενται αναλυτικότερα παρακάτω:
6.1. Η προβληματική καθορισμού Π.Ο.Τ.Α. χωρίς προηγούμενη ύπαρξη χωροταξικού σχεδίου
Η δυνατότητα χαρακτηρισμού και οριοθέτησης Π.Ο.Τ.Α. χωρίς προηγουμένως να υφίσταται εγκεκριμένο χωροταξικό σχέδιο ή τομεακή αναπτυξιακή μελέτη, που ορίζεται στα εδ. γ’ και δ’ της παρ. 3 ν. 2545/1997 μοιάζει προβληματική. Το ΣτΕ στην κρίσιμη απόφασή του, υπ’ αρ. 1593/2007, διατηρεί επιφυλάξεις ως προς τη νομιμότητα αυτής της διάταξης. Στην περίπτωση του χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, που έγινε κατ’ εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, το ΣτΕ επεσήμανε, ότι ο καθορισμός Π.Ο.Τ.Α. πρέπει οπωσδήποτε να αποτελεί αντικείμενο προηγούμενου ευρύτερου χωροταξικού σχεδιασμού, επιπέδου Γενικού ή Ειδικού Πλαισίου. Αυτό, κατά το ΣτΕ, κρίνεται σύμφωνο με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 2742/1999 (ΦΕΚ 207 Α΄/7.10.1999). Η θέση αυτή θεμελιώνεται με το επιχείρημα, ότι μόνο στο πλαίσιο ενός τέτοιου επιπέδου χωρικού σχεδιασμού καθίσταται εφικτό να συνεκτιμηθούν συνδυασμένα οι επιπτώσεις της δραστηριότητας αυτής και να προταθούν οι κατάλληλες για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α. γεωγραφικές περιοχές, βάσει των κανόνων της χωροταξικής επιστήμης.
[40] Το παραπάνω άλλωστε απαιτείται και από το άρθρο 24 Συντ. Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1, 2 και 6 Συντ. σε συνδυασμό με το άρθρο 106 παρ. 1 Συντ. προκύπτει, ότι το κράτος υποχρεούται να προστατεύει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, να προβαίνει σε χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, σύμφωνα με τα πορίσματα και τις έννοιες της επιστήμης της χωροταξίας και της πολεοδομίας και να προγραμματίζει και να συντονίζει τις οικονομικές δραστηριότητες στον ελληνικό χώρο.
[41] Κριτήριο όλων των μέτρων που λαμβάνονται και των ρυθμίσεων που θεσπίζονται για την εκπλήρωση των παραπάνω υποχρεώσεων αποτελεί η αρχή της αειφορίας, , στην οποία μάλιστα, ρητά αναφέρεται η παρ. 1 του άρθρου 24 Συντ. Σύμφωνα με αυτή, η οργάνωση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων (φυσικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών) στον χώρο γίνεται με τρόπο που να εξασφαλίζει τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων προς όφελος όχι μόνο της παρούσης γενεάς αλλά και των μελλοντικών.
[42] Ουσιώδης όρος όμως για την αειφορία είναι και τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια, τα οποία θέτουν, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών άσκησης παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές.
[43] Προς αυτόν το σχεδιασμό οφείλουν να εναρμονίζονται όλοι οι άλλοι σχεδιασμοί.
[44] Εφόσον όμως δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες έγκρισης χωροταξικών σχεδίων, προκειμένου να αποφεύγεται η άναρχη ανάπτυξη, που προκαλεί υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, καθώς και η δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, που δυσχεραίνει και υπονομεύει την ορθολογική χωροταξία, έχει θεωρηθεί, κατ’ αρχήν, ανεκτός ο μερικός, χωρικός ή τομεακός, σχεδιασμός και προγραμματισμός και η χωροθέτηση, μέσω της διαδικασίας προέγκρισης του άρθρου 4 παρ. 6 του ν. 1650/1986. Θεμελιώδες στοιχείο αυτής της διαδικασίας αποτελεί και η εκπόνηση και έγκριση Μ.Π.Ε., σύμφωνα με τις προδιαγραφές
του άρθρου 4 παρ. 2 α του ν. 1650/1986.
[45] Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 24 παρ. 1, 2 και 6, 43 παρ. 2 και 101 παρ. 1, 2 και 3 Συντ. προκύπτει ότι, η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, χρήσεων γης και όρων και περιορισμών δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα ή θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα ή τοπικού ενδιαφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 Συντ. Πολλώ μάλλον, όταν καθορίζονται χρήσεις γης σε προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, όπως εν προκειμένω. Αυτό δικαιολογείται λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των περιοχών αυτών.[46] Ενόψει αυτού, επισημαίνεται, ότι η ΚΥΑ 24069/3817/19.10.2001, με την οποία καθορίστηκαν για πρώτη φορά σε εκτός σχεδίου περιοχή Natura 2000 συγκεκριμένες χρήσεις γης, είναι ανίσχυρη, διότι οι ρυθμίσεις αυτές μπορούσαν να θεσπιστούν κανονιστικά μόνο με προεδρικό διάταγμα. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία στηρίζεται στην κατά τα ανωτέρω ανίσχυρη κανονιστική, δεν είναι νόμιμη και πρέπει, για το λόγο αυτό που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, να ακυρωθεί, καθ’ ο μέρος αφορά το ακίνητο του αιτούντος.
[47] Εξάλλου, ο χωρικός σχεδιασμός ενός τέτοιου επιπέδου προβλέπεται ρητά στο άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 2742/1999 και για τις παράκτιες και νησιωτικές περιοχές, τις ορεινές ζώνες και τις περιοχές που υπάγονται σε διεθνείς ή ευρωπαϊκές συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (όπως εν προκειμένω, το οικοσύστημα της λιμνοθάλασσας Πύλου-Γιάλοβας και της νήσου Σφακτηρίας). Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, η πλειοψηφούσα γνώμη του ΣτΕ στην υπόθεση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας επισημαίνει ότι τον χωροταξικό σχεδιασμό του παραπάνω επιπέδου, δηλαδή την πρόταση ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών, που κρίνονται κατάλληλες και ικανές να δεχθούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σε Π.Ο.Τ.Α., εξειδικεύουν εν συνεχεία τα Περιφερειακά Πλαίσια, στα οποία υπάγονται οι επιλεγείσες από το Γενικό ή το Ειδικό Πλαίσιο γεωγραφικές ενότητες. Καταλήγει δε στο ότι τελικά ο επενδυτής οφείλει να υποβάλει την αίτηση για τον καθορισμό και τον χαρακτηρισμό Π.Ο.Τ.Α., ενόψει και στο πλαίσιο του συνόλου των ειδικότερων επιλογών και προτάσεων του περιφερειακού πλαισίου και η οποία θα εξεταστεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 29 παρ. 3 του ν. 2545/1997.
[48] Με άλλα λόγια, το ΣτΕ εκφράζει την άποψη, ότι ο χαρακτηρισμός χώρου ως Π.Ο.Τ.Α. πρέπει να είναι αποτέλεσμα χωροταξικού σχεδιασμού επιπέδου Γενικού, Ειδικού και Περιφερειακού Πλαισίου. Ενόψει του μεγέθους και των επιπτώσεων, που συνήθως επιφέρουν οι δραστηριότητες τουριστικών εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή, πρέπει να αποκλείεται η επιλογή χώρων για Π.Ο.Τ.Α., ακόμη και με τις διαδικασίες κατώτερου χωροταξικού σχεδιασμού, όπως είναι τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (Γ.Π.Σ.), οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.) και οι Περιοχές Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (Π.Ο.Α.Π.Δ.). Επομένως, η επίμαχη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, η οποία επιτρέπει τον καθορισμό Π.Ο.Τ.Α. σε περιοχή για την οποία δεν υφίσταται προηγούμενη σχετική πρόταση σε εγκεκριμένο γενικό ή ειδικό (τομεακό) χωροταξικό σχέδιο, με περαιτέρω εξειδίκευση της πρότασης αυτής στο οικείο περιφερειακό σχέδιο, αντίκειται στο άρθρο 24 παρ. 2 Συντ.
[49]Σύμφωνα και με τη νομολογία του ΣτΕ, η τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας σχετικά με τη χωροθέτηση εγκαταστάσεων, λειτουργεί ως ασφαλιστική δικλείδα, προκειμένου να αποφευχθεί η άναρχη ανάπτυξη που προκαλεί υποβάθμιση και καταστροφή του περιβάλλοντος, καθώς και η δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, που δυσχεραίνει και υπονομεύει την ορθολογική χωροταξία. Σημειώνεται πάντως στο ίδιο πλαίσιο ότι για τους ανωτέρω λόγους, σε περιπτώσεις, όπου αναμένεται η ολοκλήρωση της διαδικασίας έγκρισης των χωροταξικών σχεδίων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, είναι ανεκτός ο μερικός, χωρικός ή τομεακός, σχεδιασμός και προγραμματισμός.
[50] Είναι επίσης ενδεικτικό, ότι η νομολογία του ΣτΕ έχει επανειλημμένα διακηρύξει, ότι το κράτος κατά την άσκηση της συνταγματικής υποχρέωσής του για τη χάραξη του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας, οφείλει να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Κατά τη νομολογία αυτή, αναγκαίος όρος για την αειφόρο, βιώσιμη ανάπτυξη
[51] είναι τα ολοκληρωμένα χωροταξικά σχέδια που θέτουν, με ανάλυση των δεδομένων και πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, τους μακροπρόθεσμους στόχους της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές.
[52] Υπό αυτό το πρίσμα, το δικαίωμα δόμησης προϋποθέτει συνεπώς κατά κανόνα ύπαρξη προηγούμενου σχεδίου.
[53] Στο ίδιο μήκος κύματος έχει κριθεί από το ΣτΕ, με βάση την αρχή της φέρουσας ικανότητας,
[54] ότι η Διοίκηση, προκειμένου να κρίνει την καταλληλότητα ορισμένης περιοχής και συγκεκριμένου ακινήτου για την ίδρυση ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, οφείλει να αποβλέπει μεταξύ άλλων και στην ορθολογική κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας της χώρας. Αυτό πρέπει να γίνεται μέσα στα πλαίσια σχεδιασμένης ρύθμισης των χρήσεων γης και στην ανάπτυξη ξενοδοχειακών μονάδων, χωρίς υπέρβαση των ορίων κορεσμού κάθε περιοχής. Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να συνεκτιμώνται σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (συμπεριλαμβανομένων και των οικολογικών) της περιοχής.
[55] Εξάλλου, το ΣτΕ έχει επανειλημμένα νομολογήσει, ότι ευπαθή οικοσυστήματα (π.χ. όρη, δάση, ακτές, λιμνοθάλασσες κ.ά.), που έχουν ιδιαίτερη σημασία λόγω φυσικού κάλλους και πλούσιας πανίδας και χλωρίδας είναι δεκτικά μόνο ήπιας ανάπτυξης.
[56] Σε περιπτώσεις μάλιστα, που αφορούσαν περιοχές μεγάλης οικολογικής σημασίας, η ύπαρξη χωροταξικού σχεδιασμού θεωρήθηκε αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής της ήπιας ανάπτυξης.
[57] Παράλληλα, στην αναλυόμενη απόφαση τονίζεται, ότι την έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού δεν δύναται να αναπληρώσει η προβλεπόμενη στην ανωτέρω εξεταζόμενη διάταξη απόφαση του Γ.Γ. του Ε.Ο.Τ., με την οποία καθορίζονται «
γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α., σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο». Οι λόγοι που επιβάλλουν κάτι τέτοιο είναι προφανείς. Από τη μία πλευρά, η απόφαση αυτή εκδίδεται κατά διαδικασία και από όργανα που διαφέρουν ουσιωδώς από τη διαδικασία και τα όργανα κατάρτισης των χωροταξικών πλαισίων του ν. 2742/1999. Από την άλλη πλευρά, οι εν λόγω κατευθύνσεις, ακόμα και όταν αναφέρονται σε κριτήρια σχετικά με το περιβάλλον, τις χρήσεις γης, την οικονομική ανάπτυξη, τη δημογραφική κατάσταση και τις υποδομές, προκειμένου μια περιοχή να κριθεί κατάλληλη για την εγκατάσταση Π.Ο.Τ.Α., καθορίζονται με κριτήρια αποκλειστικά τουριστικής πολιτικής, δηλαδή με κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί η επιτυχία της επένδυσης.
[58] Αυτό το γεγονός όμως, όπως είναι αναμενόμενο, αποκλείει τη δυνατότητα ολοκληρωμένης συνεκτίμησης του συνόλου άλλων παραμέτρων ως προς τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της δραστηριότητας που σχεδιάζεται να αναπτυχθεί στην εκάστοτε Π.Ο.Τ.Α. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραθεωρούνται ευρύτερες κοινωνικές, περιβαλλοντικές και άλλες σημαντικές παράμετροι (π.χ. σε περιβαλλοντικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο), που δεν έχουν απαραίτητα άμεση σχέση με την επιτυχία της επένδυσης, σχετίζονται όμως ουσιαστικά με την σε βάθος χρόνου αειφορία και βιωσιμότητα της περιοχής ενόψει των σχεδιαζόμενων εγκαταστάσεων στην περιοχή.
Επιπλέον, διατυπώνεται η θέση ότι την πλημμέλεια του καθορισμού της Π.Ο.Τ.Α., χωρίς προηγούμενο χωροταξικό σχεδιασμό ανώτερου επιπέδου (Γενικό ή Ειδικό Χωροταξικό πλαίσιο), δεν δύναται να θεραπεύσει η πρόταση για χωροθέτηση Π.Ο.Τ.Α. στη συγκεκριμένη περιοχή που διατυπώνεται σε χωροταξικό σχέδιο, μεταγενέστερο της πράξης καθορισμού. Η αποδοχή μιας τέτοιας δυνατότητας αντιστρατεύεται, κατά το ΣτΕ, ευθέως στην αρχή του προηγούμενου ορθολογικού χωροταξικού σχεδιασμού. Και τούτο, διότι παραμένει άδηλο, αν η μεταγενέστερη αυτή πρόταση είναι αποτέλεσμα εφαρμογής χωροταξικών κριτηρίων ή της ανάγκης για διευθέτηση ήδη διαμορφωμένων πραγματικών καταστάσεων, η νομιμότητα των οποίων τίθεται σε αμφιβολία.
[59] Ειδικότερα, η Π.Ο.Τ.Α. Ρωμανού, όπου βρίσκεται και η επίμαχη υπό απαλλοτρίωση έκταση των προσφευγόντων δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Π.Ο.Τ.Α., για τον λόγο, ότι, κατά τον χρόνο οριοθετήσης και χαρακτηρισμού της με την ΚΥΑ 24069/3817/19.10.2001, δεν υφίστατο σχετική πρόταση σε εγκεκριμένο γενικό ή ειδικό (τομεακό) χωροταξικό πλαίσιο. Ακόμη, στην ανωτέρω Π.Ο.Τ.Α., όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνονται και περιοχές που έχουν ενταχθεί στον εθνικό κατάλογο του Δικτύου Natura 2000, για τις οποίες όμως κατά το χρόνο έκδοσης της ανωτέρω απόφασης δεν είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες χαρακτηρισμού και προστασίας αυτών.
Ενόψει όμως των παραπάνω στοιχείων, κάθε δραστηριότητα θα πρέπει να εξετάζεται αυστηρά, υπό το πρίσμα των επιπτώσεων στην ευαίσθητη οικολογικά αυτή περιοχή. Δεν πρέπει εξάλλου να αγνοείται, ότι για τη διαπίστωση της οικολογικής σημασίας ορισμένης περιοχής και της ανάγκης προστασίας αυτής επαρκεί η δήλωσή της στον Εθνικό Κατάλογο του Δικτύου Natura 2000. Και μόνο από αυτό το γεγονός ανακύπτει πλέον υποχρέωση, να διασφαλιστεί η διατήρηση της περιοχής αυτής σε ικανοποιητικό επίπεδο, ή τουλάχιστον να αποφευχθεί η υποβάθμισή της, έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για την οριστική κατάρτιση του καταλόγου του Δικτύου Natura 2000.
[60] Οι παράμετροι αυτές, κατά το ΣτΕ, δεν φαίνεται τελικά να ελήφθησαν σοβαρά υπόψη κατά την χωροθέτηση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας.
[61] Ενόψει του παραπάνω ζητήματος, πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι το ΔΕΚ,
[62] αλλά μεταξύ άλλων και το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας (ΒverwG)
[63] έχουν κρίνει, ειδικά για περιοχές, που έχουν ενταχτεί στον κατάλογο Natura 2000, για τις οποίες όμως ακόμη εκκρεμεί η τελική φάση της διαδικασίας χαρακτηρισμού τους ως περιοχών, που εντάσσονται οριστικά πλέον στον κοινοτικό κατάλογο του Δικτύου Νatura 2000 ως Ειδικές Ζωνές Διατηρήσης (ΕΖΔ), ότι τα κράτη-μέλη οφείλουν να μην επιτρέπουν καμία προσβολή, που θα μπορούσε να διαταράξει σοβαρά τα οικολογικά χαρακτηριστικά αυτών των περιοχών.
[64] Σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ έκρινε, ότι ο χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης περιοχής ως Π.Ο.Τ.Α. αντίκειται στο νόμο και για τον εξής λόγο: Επειδή η οριοθέτηση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας έγινε βάσει της ειδικής διαδικασίας του άρθρου 29 ν. 2545/1997 και της υπ’ αρ. Τ/751/10.2.1998 ΚΥΑ των Υπουργών Ανάπτυξης και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., με την οποία εγκρίνεται η υπ’ αρ. 500309/22.4.1998 απόφαση του Γ.Γ. του Ε.Ο.Τ., που αφορά στις γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α.. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας όμως δεν προβλέπεται η υποβολή Μ.Π.Ε.. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, η υπ’ αρ. 24069/3817/19.10.2001 ΚΥΑ, με την οποία οριοθετήθηκε και χαρακτηρίστηκε η εν λόγω Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, συνιστά και την προέγκριση χωροθέτησης τόσο της Π.Ο.Τ.Α., ως αυτοτελούς έργου, όσο και των πάσης φύσεως εγκαταστάσεών της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν έχουν εφαρμογή οι σχετικές με την προέγκριση χωροθέτησης διατάξεις του ν. 1650/1986, που μεταφέρουν τις διατάξεις της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ στο εθνικό δίκαιο (άρθρα 4 επ.) ή οι σχετικές με την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση διατάξεις του μεταγενέστερου ν. 3010/2002,
Εξάλλου, με το ν. 3010/2002 η προέγκριση χωροθέτησης του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 αντικαθίσταται από την προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, η οποία οφείλει να περιέχει την καταρχήν εκτίμηση της Διοίκησης σχετικά με τη θέση, το μέγεθος, το είδος, την εφαρμοζόμενη τεχνολογία και τα γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου έργου ή της δραστηριότητας, ενόψει των γενικών χωροταξικών κατευθύνσεων, των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών στοιχείων της περιοχής, των θετικών επιπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή και άλλων λόγων δημοσίου συμφέροντος.[65] Οι διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, που αφορούν στην προκαταρκτική περιβαλλοντική εκτίμηση και αξιολόγηση, δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση και εν όψει των μεταβατικών ρυθμίσεων του άρθρου 6 του νόμου αυτού, δεδομένου ότι η διαδικασία προέγκρισης της χωροθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας είχε ολοκληρωθεί, με την έκδοση της υπ’ αρ. 24069/3817/19.10.2001 KYA, πριν και από την έκδοση του ν. 3010/2002.
[66] Αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά τον συγκεκριμένο καθορισμό της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας μέσω της ανωτέρω ΚΥΑ είναι προφανές, ότι δεν εφαρμόστηκαν διευρυμένες συμμετοχικές διαδικασίες, εφόσον δεν προηγήθηκε γενικότερος χωροταξικός σχεδιασμός.
[67] Τέτοιες διαδικασίες θα συνέβαλαν όμως στη διαφανή διεκπεραίωση και στον έλεγχο όλων των διαδικασιών και κατ’ επέκταση στην έγκαιρη πληροφόρηση της κοινής γνώμης σχετικά με το σχεδιαζόμενο έργο και τις προθέσεις της Διοίκησης και του φορέα της Π.Ο.Τ.Α.. Με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαν να προλαμβάνονται έγκαιρα πραγματικές καταστάσεις αμφίβολης νομιμότητας, που προκύπτουν εξαιτίας της αδιαφάνειας, αλλά και να περιορίζονται αιτιάσεις σχετικά με την αδιαφάνεια δράσης αρμόδιων αρχών και φορέων. Είναι εξάλλου κοινώς παραδεκτό, ότι η ενημέρωση και η συμμετοχή των πολιτών στις διαδικασίες που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος συνιστούν εκτός των άλλων σημαντικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της περιβαλλοντικής συνείδησης, αλλά και για την ενεργοποίηση της κοινωνίας, γεγονός που μπορεί να αναστείλει συμπεριφορές βλαπτικές προς το περιβάλλον, αλλά και να επηρεάσουν θετικά τις αποφάσεις των οργάνων της Διοίκησης στον τομέα του περιβάλλοντος και της χωροταξίας.
[68]
Συμπερασματικά:
Στηριζόμενη στα παραπάνω επιχειρήματα, η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ κρίνει, ότι οι διατάξεις:
α) του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997,
β) της περ. γ’ της παρ. 5 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, με την οποία επιτρέπεται αδιακρίτως η ένταξη σε Π.Ο.Τ.Α. και περιοχών προστατευομένων, κατ’ επιταγή του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου, αδιακρίτως, δηλ. ακόμα και πριν την ολοκλήρωση των αρξαμένων διαδικασιών προστασίας των άρθρων 18 έως 22 του ν. 1650/1986, της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και της ΚΥΑ 33318/30281/28.12.1998, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις της ανωτέρω Οδηγίας, και
γ) της υπ’ αρ. Τ/751/10.2.1998 ΚΥΑ, κατά το μέρος που επιτρέπουν τη χωροθέτηση Π.Ο.Τ.Α. χωρίς προηγούμενη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αντίκεινται στο άρθρο 24 παρ. 1 και 2 Συντ. και δεν μπορούν να παράσχουν νόμιμο έρεισμα στην πράξη οριοθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας.
[69] Υπό το παραπάνω πρίσμα, η απόφαση του ΣτΕ επισημαίνει καταληκτικά: «
Για όλους τους ανωτέρω λόγους [...] η προσβαλλομένη πράξη με την οποία επιβλήθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων για την εκτέλεση του ανωτέρω μη επιτρεπομένου έργου, δεν είναι νόμιμη και πρέπει, καθ’ ο μέρος με αυτή απαλλοτριώνεται το ακίνητο του αιτούντος, να ακυρωθεί.»
[70]
Τέθηκε επίσης το ζήτημα, για το αν πριν από την έκδοση της ανωτέρω πράξης απαλλοτρίωσης, έπρεπε να είχε συνταχτεί Μ.Π.Ε.. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, προβλήθηκε το επιχείρημα, ότι εφόσον η πράξη, με την οποία κηρύσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση των αναγκαίων εκτάσεων για την εκτέλεση του έργου, συνιστά, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1650/1986, έναρξη εκτέλεσης του έργου, απαιτείται, για την πλήρη διασφάλιση του επιβαλλομένου από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος περιβαλλοντικού ελέγχου, πριν από την έκδοση και της πράξης αυτής, να έχει ολοκληρωθεί η περιβαλλοντική εκτίμηση του έργου με την έκδοση της πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Υπό αυτό το σκεπτικό, η περιβαλλοντική εκτίμηση που έγινε κατά τη διαδικασία έκδοσης της υπ’ αρ. 24069/3817/19.10.2001 ΚΥΑ, με την οποία έγινε η οριοθέτηση της Π.Ο.Τ.Α., δεν πληροί τους όρους του ν. 1650/1986. Και τούτο, διότι εκδόθηκε χωρίς, προηγουμένως, να τηρηθεί οποιαδήποτε από τις διαδικασίες περιβαλλοντικής εκτίμησης του έργου, και, ιδίως, χωρίς να έχει υποβληθεί και εγκριθεί Μ.Π.Ε., με την οποία να αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις από την εγκατάσταση και των τριών Π.Ο.Τ.Α., δεδομένου ότι με την χωροθέτησή τους μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της περιοχής από γεωργικός σε τουριστικός, με επιπτώσεις σε ολόκληρο το Νομό Μεσσηνίας. Στην προκειμένη περίπτωση επισημαίνεται, ότι η κατάρτιση ολοκληρωμένης Μ.Π.Ε., κατά τη χωροθέτηση Π.Ο.Τ.Α. κρίνεται απαραίτητη για μια τέτοια οριοθέτηση, εφόσον μάλιστα η χωροθέτηση της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας εφάπτεται και εν μέρει βρίσκεται μέσα στα όρια αξιόλογων προστατευόμενων οικοσυστημάτων του Δικτύου Natura 2000.
[71] Το ΣτΕ διατύπωσε την άποψη κατά πλειοψηφία, ότι στην περίπτωση κατά την οποία, για την πραγματοποίηση του έργου απαιτείται και προέγκριση χωροθέτησης, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε για την έκδοση ειδικά της πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αρκεί να έχει εκδοθεί η πράξη προέγκρισης της χωροθέτησης, δηλ. εν προκειμένω η ΚΥΑ 24069/3817/19.10.2001, που υποκαθιστά την προέγκριση χωροθέτησης. Επομένως, κρίθηκε ότι κατά το διάστημα έκδοσης της ανωτέρω ΚΥΑ δεν απαιτείται να έχει εκδοθεί και η πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων. Τούτο ισχύει, διότι, κατά το αυτοτελές στάδιο της προέγκρισης της χωροθέτησης, εξετάζονται η, κατ’ αρχήν, συμβατότητα του συγκεκριμένου έργου προς τις απαιτήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος, τόσο γενικά όσο και στον προτεινόμενο χώρο. Παράλληλα, εξετάζεται και η συμβατότητα του συγκεκριμένου έργου προς τις γενικότερες κατευθύνσεις του χωροταξικού σχεδιασμού. Ο εν λόγω έλεγχος, δεν αποκλείεται μάλιστα να καταλήξει, υπό τις εκάστοτε δεδομένες συνθήκες, σε παντελή αδυναμία εκτέλεσης του έργου. Εν όψει αυτών, η ρύθμιση της διατάξης της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 3 του Κ.Α.Α.Α. (ν. 2882/2001, ΦΕΚ Α’ 17/6.2.2001), σύμφωνα με την οποία για την έκδοση πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αρκεί η συγκεκριμένη θέση του έργου να έχει ήδη ειδικά προβλεφθεί σε κείμενο ευρύτερου χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού, έτσι ώστε δεν απαιτείται από τη συγκεκριμένη διάταξη να έχει εκδοθεί προηγουμένως και η πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, δεν αντίκειται προς το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος.
[72] Πρέπει πάντως εδώ να τονιστεί, ότι σε συναφείς υποθέσεις, το ΣτΕ έχει κρίνει σε αποφάσεις ότι: Η παρέκκλιση από τον κανόνα του προηγούμενου ορθολογικού χωροταξικού σχεδιασμού, ειδικά όταν πρόκειται για έργα και δραστηριότητες, τα οποία αφ’ ενός έχουν ευρύτερες επιπτώσεις και αφ’ ετέρου η εκτέλεσή τους δεν επιβάλλεται από την ανάγκη θεραπείας επιτακτικών ή, έστω, συνήθων, κοινωνικών αναγκών, έτσι ώστε να επιτρέπεται η ανοχή της σημειακής χωροθέτησής τους (χωρίς δηλαδή να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 και ιδίως η παρ. 2α και παρ.6), δεν δικαιολογείται.
[73] Για την ιστορία πάντως η τελικά εγκριθείσα Μ.Π.Ε. του φορέα της Π.Ο.Τ.Α. κατατέθηκε μετά τον καθορισμό της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας με την προαναφερόμενη ΚΥΑ, αλλά και την πράξη απαλλοτρίωσης, που σηματοδοτεί και την έναρξη των έργων στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας (δηλ. τον Ιούλιο 2005). Η μελέτη αυτή, κρίνεται από μερίδα επιστημόνων ως ελλιπής. Συγκεκριμένα, εκφράζονται αμφιβολίες ως προς την επάρκεια εκτίμησης και ανάλυσης των βέλτιστων εναλλακτικών λύσεων και αντισταθμιστικών έργων-μέτρων, που οφείλουν να προβλέπονται στις Μ.Π.Ε. για την κατά το δυνατό ελάττωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου στην ευαίσθητη προστατευόμενη περιοχή.[74] Ιδίως όμως υπάρχουν ενστάσεις, διότι η κατά τη γνώμη τους, η Μ.Π.Ε. αντιμετωπίζει αποσπασματικά και όχι ενιαία τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των σχεδιαζόμενων εγκαταστάσεων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικών ζητημάτων παραπέμπει σε μελλοντικές μελέτες που σχεδιάζεται να γίνουν ή που θα πρέπει να γίνουν, π.χ. συστήνεται να γίνουν μελέτες αποκατάστασης τοπίου, ή αποκατάστασης του ποταμού Σέλλα.
[75] Η σχετική νομολογία του ΣτΕ με αποκορύφωμα τον σχεδιασμό εκτροπής του Αχελώου επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης Μ.Π.Ε., οι οποίες θα αντιμετωπίζουν το σχεδιαζόμενο έργο ως ενιαίο και όχι αποσπασματικά.
[76] Παράλληλα, με αφορμή τον σχεδιασμό της «Ιονίας» οδού, όπου τμήμα θα διερχόταν από την περιοχή της λίμνης Καϊάφα, που εντάσσεται στο Δικτύου Natura 2000 (με κωδικό αριθμό GR2330005) το ΣτΕ έκρινε, ότι η πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων (Ε.Π.Ο.) της αρμόδιας Διοίκησης είναι παράνομη και άρα ακυρωτέα, επειδή η όδευση του επίμαχου οδικού άξονα από την προστατευόμενη περιοχή της λίμνης Καϊάφα σχεδιάστηκε, χωρίς να συνεκτιμάται στη σχετική Μ.Π.Ε. ειδικά το γεγονός, ότι η όδευση αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εν λόγω περιοχή, καθώς το εν λόγω έργο στη συγκεκριμένη περιοχή θα επιφέρει αφ’ εαυτού σημαντικές επιπτώσεις στα εκεί προστατευτέα είδη προτεραιότητας της πανίδας και της χλωρίδας.
[77] Προς την ίδια κατεύθυνση κίνειται και η νομολογία του ΔΕΚ (πρβλ. ανωτ. κεφ. 5.).
[78]
Σχετικά με τον προβαλλόμενο λόγο ακυρότητας της πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (απόφαση υπ’ αρ. 1079579/7291/0010/11.10.2004 των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Τουριστικής Ανάπτυξης) το ΣτΕ, επειδή αντίθετα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 1, 2 και 4 παρ. 1 Συντ. η πράξη αυτή δεν εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον, έκρινε κατ’ αρχήν ότι: «Από τις διατάξεις του άρθρου 17 Συντ. συνάγεται ότι δημόσια ωφέλεια, δικαιολογούσα την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων, μπορεί να υπάρχει και όταν προβλέπεται από το νομοθέτη η επιβολή απαλλοτρίωσης υπέρ ιδιώτη, αρκεί ο επιδιωκόμενος σκοπός να εντάσσεται στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος.[79] Από την άποψη αυτή, συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρων 29 παρ. 8 και 14 του ν. 2545/1997, με τις οποίες επιτρέπεται η κήρυξη αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων για τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α. της οποίας ο φορέας είναι ν.π.ι.δ., δεν αντίκεινται στα άρθρα 17 παρ. 1, 2 και 4 παρ. 1 Συντ. ο δε λόγος ακυρώσεως, καθ’ ο μέρος με αυτόν προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.»
[80] Η άποψη αυτή ορθώς στηρίζεται στο γεγονός, ότι εκ του νόμου προκύπτει, ότι με τη δημιουργία των Π.Ο.Τ.Α. επιδιώκεται η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού, λόγω της κρίσης που εμφανίζει το σχεδόν αποκλειστικό μοντέλο του μαζικού τουρισμού χαμηλής συναλλαγματικής απόδοσης στην Ελλάδα. Πέραν αυτού, επιδιώκεται και η οικονομική ανάπτυξη περιοχών, οι οποίες εμφανίζουν δημογραφική συρρίκνωση και οικονομική καθυστέρηση. Με τα δεδομένα αυτά, η δημιουργία Π.Ο.Τ.Α. εμφανίζεται εν γένει ικανή να εξυπηρετήσει όχι μόνο τα συμφέροντα του φορέα της αλλά και το γενικότερο συμφέρον, δηλαδή, την ενίσχυση του τουρισμού.
[81] Περαιτέρω όμως προβλήθηκε από τον πρόεδρο του Στ’ τμήματος και την πλειοψηφία των συμβούλων η άποψη, ότι εκ του νόμου (άρθρο 51 παρ. 5 ν. 3105/2003 και π.δ. 250/2003) προκύπτει η δυνατότητα του φορέα της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας να εκποιεί και να εκμισθώνει ακίνητα και εγκαταστάσεις που περιλαμβάνονται στο συγκρότημα της Π.Ο.Τ.Α., προοριζόμενα τόσο για μη αμιγώς τουριστικές χρήσεις, όσο και για αμιγώς τουριστικές χρήσεις. Η δυνατότητα όμως αυτή του φορέα της Π.Ο.Τ.Α. να ασκήσει εμπορική δραστηριότητα, άσχετη προς το σκοπό της Π.Ο.Τ.Α., με αντικείμενο τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της Π.Ο.Τ.Α., στη δημιουργία των οποίων έχει συμβάλει, είτε αμέσως είτε εμμέσως, η αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων τρίτων προσώπων, αλλοιώνει σε μεγάλο βαθμό, αν δεν αναιρεί, τη δημόσια ωφέλεια που, σύμφωνα με τα προηγούμενα φαίνεται να προκύπτει εν γένει με την δημιουργία Π.Ο.Τ.Α.. Για το λόγο αυτό, οι διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 8 και 14 του ν. 2545/1997, με τις οποίες η δημιουργία Π.Ο.Τ.Α χαρακτηρίζεται ως σκοπός δημόσιας ωφέλειας και προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για την απόκτηση των αναγκαίων εκτάσεων, αντίκεινται στα άρθρα 17 παρ. 1 και 2 και 4 παρ. 1 Συντ. και δεν παρέχουν νόμιμο έρεισμα για την έκδοση πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Άρα, κρίνεται κατά την άποψη αυτή, ότι η προσβαλλομένη πράξη, κατά το μέρος που αφορά στο ακίνητο του αιτούντος πρέπει να ακυρωθεί.
[82] Με βάση την παραπάνω άποψη τίθεται σε αμφισβήτηση και η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και τούτο, διότι, εφόσον κατά το ΣτΕ δεν παρέχεται νομικό έρεισμα για την έκδοση της επίμαχης πράξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, επειδή οι εγκαταστάσεις της εν λόγω Π.Ο.Τ.Α. δεν εξυπηρετούν αμιγώς το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αμφισβητείται και το αν οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 4
της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, σύμφωνα με τις οποίες παρά τα αρνητικά συμπεράσματα της εκτίμησης των επιπτώσεων και ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση έγκριση επενδυτικού σχεδίου σε περιοχές του Δικτύου Natura 2000, πέραν των περιπτώσεων όπου το έργο αυτό αποσκοπεί στη δημόσια υγεία, τη δημόσια ασφάλεια, ή σε θετικές περιβαλλοντικές συνέπειες «πρωταρχικής σημασίας» και σε περιπτώσεις, όπου το κράτος-μέλος προβάλλει πρόσθετους λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος. Στην τελευταία αυτή εξαιρετική περίπτωση η υλοποίηση ενός επενδυτικού σχεδίου σε προστατευόμενη περιοχή φυσικού οικοτόπου προτεραιότητας μπορεί να δικαιολογηθεί, εφόσον αποδειχτεί επομένως ότι υπάρχουν λόγοι ιδιαίτερης βαρύτητας, που εξυπηρετούν σημαντικό δημόσιο συμφέρον, έτσι ώστε η υλοποίηση της επένδυσης να καθίσταται επιτακτική. Από τη στιγμή όμως που αμφισβητείται ότι η φύση της συγκεκριμένης επένδυση εξυπηρετεί σημαντικό δημόσιο συμφέρον, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 4 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.
Κατά την αντίθετη μειοψηφούσα άποψη ενός Συμβούλου και των Παρέδρων του Στ΄ τμήματος εκτιμάται, ότι η δυνατότητα που παρέχουν οι διατάξεις για εκποίηση και εκμίσθωση από τον φορέα περιουσιακών στοιχείων της Π.Ο.Τ.Α., σε ορισμένο ποσοστό, συνιστά κίνητρο για τη προσέλκυση επενδυτών. Αυτό όμως δεν επηρεάζει το αντικείμενο της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, εφόσον και μετά την ενδεχόμενη μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ακινήτων αυτών, δεν μεταβάλλεται η χρήση ή ο προορισμός τους, αλλά αυτά εξακολουθούν να αποτελούν λειτουργικές μονάδες της Π.Ο.Τ.Α. και να εξυπηρετούν τη λειτουργία της. Έτσι δεν αναιρούνται οι ευεργετικές επιπτώσεις από την λειτουργία της Π.Ο.Τ.Α. στο γενικότερο συμφέρον
.[83] Κρίσιμη θεωρείται στο σημείο αυτό η εξειδίκευση του εύρους των ορίων του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας ωφέλειας, ενόψει της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ακινήτων ιδιωτών υπέρ του φορέα Π.Ο.Τ.Α. Αυτό όμως δεν αποτελεί αντικείμενο έρευνας του παρόντος άρθρου.
Επίσης, κρίθηκε από την πλειοψηφούσα γνώμη, ότι η επιβολή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε βάρος του ακινήτου του αιτούντος, με σκοπό τη δημιουργία Π.Ο.Τ.Α., έχρηζε ειδικής αιτιολογίας εκ μέρους της Διοίκησης, σχετικά με τους λόγους που υπαγόρευσαν τη συγκεκριμένη επιλογή και τα κριτήρια βάσει των οποίων στάθμισε τα αντιτιθέμενα συμφέροντα και προέκρινε την ενίσχυση της Π.Ο.Τ.Α. σε βάρος της δραστηριότητας του αιτούντος. Και τούτο, διότι η δραστηριότητα που αναπτύσσει ο αιτών στο υπό απαλλοτρίωση ακίνητο (διαθέτει ενοικιαζόμενα studios υπό μορφή αγροτουριστικής μονάδας) είναι σύμφωνη με τις προτάσεις που διατυπώνονται στο περιφερειακό χωροταξικό σχέδιο Πελοποννήσου, όσον αφορά στη φύση των τουριστικών δραστηριοτήτων που προτείνονται για την περιοχή, ενώ η σχετική δραστηριότητα του αιτούντος ήταν γνωστή στη Διοίκηση κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως.
[84] Επισημαίνεται όμως, ότι επειδή τα αρμόδια όργανα για την απαλλοτρίωση των ακινήτων, που εμπίπτουν στην Π.Ο.Τ.Α., ασκούν την αρμοδιότητά τους με βάση την οριοθέτηση που έχει προηγουμένως εγκριθεί με την υπ’ αρ. 24069/3817/19.10.2001 ΚΥΑ, δεσμεύονται τελικά από την πράξη αυτή. Συνεπώς, τα όργανα που εξέδωσαν τη προσβαλλομένη πράξη απαλλοτριώσης δεν είχαν αρμοδιότητα να ερευνήσουν, και άρα ούτε και να αιτιολογήσουν την προσβαλλομένη πράξη, σχετικά με τα ζητήματα καταλληλότητας των απαλλοτριούμενων εκτάσεων ακινήτων για την εξυπηρέτηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και άλλα συναφή.
[85] Υπό το ανωτέρω σκεπτικό, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρότητας ως προς την πράξη απαλλοτρίωσης απορρίπτονται ως απαράδεκτοι, εφόσον δεν αφορούν σε πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης. Σημαντικό ενδιαφέρον για μελλοντικά ζητήματα παρουσιάζουν πάντως οι προεκτεθείσες παρατηρήσεις της απόφασης του ΣτΕ, τόσο ως προς το αν οι δραστηριοτήτες Π.Ο.Τ.Α. εξυπηρετούν όντως το δημόσιο συμφέρον, ώστε να θεμελιώνεται η απαλλοτρίωση ακινήτων που εμπίπτουν σε αυτές υπέρ του φορέα της, όσο και ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων που επιβάλλουν την αιτιολογία των πράξεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης σε βάρος ακινήτου, που ήδη αξιοποιείται τουριστικά σε περιοχή Π.Ο.Τ.Α.
6.4. Παραπομπή της υπόθεσης στην Ολομέλεια του ΣτΕ - Η στάση της Πολιτείας
Λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων που εξετάζει η εν λόγω απόφαση και προκειμένου να αρθούν οι διαφωνίες που προέκυψαν, το Στ΄ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε σκόπιμη την παραπομπή της υπόθεσης ως προς τους λόγους ακύρωσης που κρίθηκαν ως παραδεκτοί, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες,
[86] η Ολομέλεια του ΣτΕ αποφάσισε σχετικά την 9 Ιανουαρίου 2008. Η απόφαση αυτή, απ’ όσο είναι γνωστό, κινούμενη στο πλαίσιο της παραπεμπτικής απόφασης, έκρινε ως αντισυνταγματική τη διαδικασία χωροθέτησης της Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας. Επισημάνθηκε δε, ότι πρέπει πάντοτε να προηγείται ευρύτερος χωροταξικός σχεδιασμός, ιδίως όταν η Π.Ο.Τ.Α. εγκαθίσταται σε αξιόλογες περιβαλλοντικά περιοχές.
Έως τη στιγμή συγγραφής αυτού του άρθρου (Αύγουστος 2010 και ενώ έχουν μεσολαβήσει πάνω από 2,5 χρόνια από τη λήψη της απόφασης) η απόφαση της Ολομέλειας, απ’ όσο είναι γνωστό δεν έχει δημοσιευθεί και κοινοποιηθεί, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την επίμαχη προστατευόμενη περιοχή. Η ολιγωρία αυτή μοιάζει αδικαιολόγητη ενόψει των συνεπειών που επιφέρει. Εξαιτίας κυρίως των ενεργειών και παραλείψεων της ολιγωρούσας Διοίκησης φαίνεται να έχει ήδη δημιουργηθεί μια πραγματική κατάσταση αμφιβόλου νομιμότητας υπέρ του φορέα της Π.Ο.Τ.Α. και σε βάρος της προστατευόμενης περιοχής, εφόσον η σχεδιαζόμενη εγκατάσταση έχει σήμερα κατά μεγάλο μέρος οικοδομηθεί και λειτουργεί στην επίμαχη Π.Ο.Τ.Α., με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Η Πολιτεία,
αγνοώντας τις διατυπωθείσες επιφυλάξεις και ενστάσεις ποικίλων κοινωνικών και κοινοβουλευτικών φορέων,[87] πέρα από τις προηγούμενες αμφιβόλου νομιμότητας πράξεις, που άνοιξαν τον δρόμο στη χωροθέτηση του εν λόγω τουριστικού συγκροτήματος στην Π.Ο.Τ.Α. Μεσσηνίας, εξέδωσε και το ν. 3550/2007 («Κύρωση αποφάσεων υπαγωγής επενδυτικών σχεδίων στο άρθρο 9 του ν. 3299/2004 «Κίνητρα ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη και την Περιφερειακή Σύγκλιση» και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’ 72/27.03.2007), παρά το γεγονός ότι η υπόθεση εκκρεμούσε στο ΣτΕ.
Συγκεκριμένα, με το νόμο αυτό κυρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 3 του ν. 3299/2004 η υπ’ αριθμ. 25366/ΥΠΕ/4/00400/Ε/ν. 3299/2004/22.12.2006 ΚΥΑ «Υπαγωγή επενδυτικού σχεδίου της επιχείρησης ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ Α.Ε. στην ενίσχυση με το κίνητρο της επιχορήγησης του ν. 3299/2004». Σύμφωνα με το άρθρο 4 Α ii αυτού του νόμου, εγκρίνεται επιχορήγηση ποσού 44.841.018 €, δηλαδή ποσοστό 45% του συνολικού κόστους της επένδυσης για (ειδικά για τις εγκαταστάσεις στην περιοχή του Ρωμανού) από τα τότε Υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Τουριστικής Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ενόψει των ανωτέρω, εγείρονται, μεταξύ άλλων, και σοβαρά ερωτήματα για ενδεχόμενες πολυεπίπεδες ευθύνες της Πολιτείας σχετικά με τις ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις της Διοίκησης. Οι αρμόδιες Αρχές θα έπρεπε ενδεχομένως να επιληφθούν. Πρέπει επιτέλους να εμποδιστεί στα μέτρα του δυνατού η διαρκής ανακύκλωση του φαύλου κύκλου της κακοδιοίκησης και με αποφασιστικότητα να τηρείται στο ακέραιο η χωροταξική νομιμότητα, η υπονόμευση της οποίας τόσο πολύ έχει κοστίσει στη χώρα.
[88]
7. Συμπεράσματα - Προτάσεις
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία καθορισμού περιοχών Π.Ο.Τ.Α., ιδιαίτερα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού. Ο τρόπος αυτός αναψυχής εμφανίζει διεθνώς ζήτηση και γίνεται δεκτό εν γένει ότι, υπό προϋποθέσεις είναι φιλικότερος προς το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, σε σύγκριση με το κυρίαρχο στην Ελλάδα μοντέλο του μαζικού τουρισμού. Παράλληλα, ο τρόπος αυτός τουριστικής ανάπτυξης συμβάλλει και στην οικονομική ανάπτυξη περιοχών, οι οποίες εμφανίζουν δημογραφική συρρίκνωση και οικονομική καθυστέρηση. Αυτό και μόνο όμως δεν μπορεί να συνεπάγεται, ότι ο καθορισμός Π.Ο.Τ.Α. θα πρέπει να γίνεται, χωρίς στάθμιση και ποικίλων άλλων παραμέτρων, όπως π.χ. η προστασία του περιβάλλοντος, η αρχή της αειφορίας χάριν των σύγχρονων και μελλοντικών γενεών, η εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας της περιοχής, η ύπαρξη ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού (τα θεμέλια του οποίου τίθενται με την εκπόνηση του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης
[89]) και ολοκληρωμένης εκτίμησης των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων δραστηριοτήτων στην εκάστοτε περιοχή. Ειδικά, όταν ο καθορισμός Π.Ο.Τ.Α γίνεται στα όρια προστατευόμενων οικοσυστημάτων του Δικτύου Natura 2000, οι παραπάνω παράγοντες πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη αυστηρότητα και προσοχή, σύμφωνα με τις επιταγές του εθνικού και ευρωπαϊκού δικαίου. Η ύπαρξη χωροταξικού σχεδιασμού πρώτου επιπέδου θα πρέπει συνεπώς να προηγείται κατά κανόνα του καθορισμού Π.Ο.Τ.Α.
Ενόψει του ειδικού καθεστώτος προστασίας των περιοχών Natura 2000, κρίνεται ιδιαίτερα προβληματικός ο καθορισμός Π.Ο.Τ.Α. στα όρια αυτών. Ιδίως, όταν δεν έχει προηγηθεί και τηρηθεί ολοκληρωμένος χωροταξικός σχεδιασμός στην περιοχή, που καθορίζεται ως Π.Ο.Τ.Α.. Απαραίτητη πρέπει επίσης να θεωρείται και η υποβολή και έγκριση Μ.Π.Ε. σχετικά με τις επιπτώσεις σχεδιαζόμενων δραστηριοτήτων σε Π.Ο.Τ.Α., που ενδέχεται να βλάψουν σημαντικά το περιβάλλον, πριν τον καθορισμό της Π.Ο.Τ.Α. και όχι μετά την έναρξη των σχεδιαζόμενων έργων.
[90] Σκόπιμη θα ήταν επίσης και η πλήρης ενεργοποίηση και εφαρμογή των συμμετοχικών διαδικασιών των ενδιαφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων ως προς τον καθορισμό Π.Ο.Τ.Α..
Τούτο είναι απαραίτητο και για την αντιμετώπιση του λεγόμενου φαινομένου «Greenwashing»
[91], που δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας. Σύμφωνα με αυτό, με δαπανηρές μεθόδους μάρκετινγκ, κατά τις οποίες προϊόντα ή επιχειρήσεις, που βλάπτουν το περιβάλλον διαφημίζονται μεθοδευμένα ως φιλικές προς το περιβάλλον (π.χ. υπέρμετρα υδροβόρες ή ενεργοβόρες εγκαταστάσεις διαφημίζονται με επαγγελματικές επικοινωνιακές μεθόδους ως φιλικές προς το περιβάλλον, τονίζοντας μονόπλευρα π.χ. ότι κατασκευάζονται από οικολογικά υλικά), επιδιώκεται τεχνηέντως ο καθησυχασμός και τελικά αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης σχετικά με ενδεχόμενες σημαντικές συνέπειες που η κοινωνία και το περιβάλλον μπορεί να υποστεί από δήθεν φιλοπεριβαλλοντικές επενδύσεις. Για το λόγο αυτό η Πολιτεία και η κοινωνία των πολιτών οφείλει να επαγρυπνά και να κάνει συστηματικά και με πρόσφορο τρόπο χρήση κάθε νόμιμου μηχανισμού ελέγχου αντίστοιχων επενδύσεων.
[92] Υπενθυμίζεται εξάλλου, ότι η Ελλάδα καλείται να υλοποιήσει έμπρακτα τις κοινοτικές προβλέψεις, ιδίως την Οδηγία 2003/35/ΕΚ
[93] σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού για την κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν στο περιβάλλον. Ναι μεν η Οδηγία αυτή έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο, πλην όμως αποδεικνύεται στην πράξη ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν έχει ακόμη δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να καθιερωθεί αποτελεσματικά η συμμετοχή του κοινού σε διαδικασίες που συνδέονται με επιπτώσεις στο περιβάλλον.
[94] Συνιστάται συνεπώς, εκτός των άλλων, η θεσμοθέτηση ενός ολοκληρωμένου και ουσιαστικού πλαισίου συμμετοχικών διαδικασιών στον τομέα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων ή δραστηριοτήτων, πέρα από την απλή πληροφόρηση και δημοσιότητα. Ένα τέτοιο πλαίσιο, χρόνιο αίτημα κοινωνικών ομάδων και οργανώσεων, απαιτείται εξάλλου και από το άρθρο 5 παρ. 2 εδ. γ’ του ν. 1650/1986. Τούτο καθίσταται αναγκαίο όχι μόνο λόγω της πολυπλοκότητας και αβεβαιότητας των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αλλά και λόγω της ασύμμετρης πληροφόρησης εις βάρος των πολιτών. Επιπλέον, θα συνέβαλε σε άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε συγκρουόμενα συμφέροντα, αλλά και σε ουσιαστικότερο έλεγχο της Διοίκησης.
[95] Η συνεπής τήρηση των προβλεπόμενων από το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο διαδικασιών χωροθέτησης έργων/εγκαταστάσεων, ωφελεί εν τέλει όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον. Κυρίως διασφαλίζει αρμονικά και σε βάθος χρόνου τη βιωσιμότητα των οικονομικών συμφερόντων τόσο του φορέα της εκάστοτε Π.Ο.Τ.Α., όσο και των κατοίκων της περιοχής. Διότι, όπως καταδεικνύει η διεθνής εμπειρία, η εγκατάσταση τουριστικών μονάδων μεγάλης δυναμικότητας σε προστατευόμενες περιοχές μεγάλης οικολογικής αξίας, χωρίς επαρκή συνεκτίμηση όλων των νόμιμων παραμέτρων (συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών), οδηγεί κατ’ αρχήν σε σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος και εν συνεχεία μεσοπρόθεσμα σε τουριστικό και κοινωνικό μαρασμό της θιγόμενης περιοχής.
[96] Με αυτόν τον τρόπο πλήττονται συνεπώς και τα επιχειρηματικά συμφέροντα και η τοπική κοινωνία, εφόσον σε τέτοιες περιπτώσεις δεν εκπληρούνται προσηκόντως οι προϋποθέσεις της αειφόρου, βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά θυσιάζονται αλόγιστα στο βωμό του εφήμερου υπερκέρδους.
[97] Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα, το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, αλλά και εν γένει περαιτέρω επιστημονικής εμβάθυνσης, αποτελεί η αμφισβήτηση, του κατά πόσο είναι δυνατόν η εκμετάλλευση των έργων σε Π.Ο.Τ.Α. να εξυπηρετεί το γενικότερο συμφέρον, έτσι ώστε να θεμελιώνεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση οικοπέδων υπέρ του φορέα της Π.Ο.Τ.Α.. Η ευχέρεια του φορέα της Π.Ο.Τ.Α. να εκποιεί ή να εκμισθώνει εγκαταστάσεις της Π.Ο.Τ.Α., που έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία του κατόπιν αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δε συνάδει με την εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος. Συνεπώς φαίνεται ότι δεν πληρούνται οι επιταγές του άρθρου 17 Συντ. και ειδικότερων σχετικών διατάξεων σε αυτή την περίπτωση. Το γεγονός αυτό όμως παρέχει εμμέσως νομικό έρεισμα, πάνω στο οποίο μπορεί να θεμελιωθεί και η μη εκπλήρωση των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 4 εδ. α΄της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, που επιτρέπει την υλοποίηση της εκάστοτε σχεδιαζόμενης επένδυσης σε περιοχές του Δικτύου Natura 2000 μόνο υπό εξαιρετικές προϋποθέσεις και πάντοτε εφόσον εξυπηρετείται σημαντικό δημόσιο συμφέρον.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί, ότι στο σχέδιο νόμου «
για την προστασία της βιοποικιλότητας»,
[98] που τον Ιούλιο του 2010 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, η Πολιτεία δείχνει να αντιλαμβάνεται την προεκτεθειμένη προβληματική, τουλάχιστον σε σχέση με τον καθορισμό Π.Ο.Τ.Α. στα όρια περιοχών του Δικτύου Natura 2000. Έτσι, στο άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ανωτέρω σχεδίου νόμου, εύστοχα και σε εναρμόνιση με τους προεκτεθειμένους προβληματισμούς, ορίζεται ρητά, ότι σε περιοχές του Δικτύου Natura 2000: «
Απαγορεύεται ο καθορισμός ... Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) του άρθρου 29 του ν. 24545/1997». Παράλληλα, στο άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. δ προβλέπεται ότι: «
Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθορίζονται κριτήρια και ρυθμίσεις για τη λειτουργία ή την απομάκρυνση υπαρχουσών εγκαταστάσεων των ανωτέρω περιπτώσεων.» Παρέχεται δηλαδή κατ’ εξουσιοδότηση η δυνατότητα στον εκάστοτε Υπουργό Π.Ε.Κ.Α. να περιορίσει ή ακόμα και να διακόψει τη λειτουργία εγκαταστάσεων σε Π.Ο.Τ.Α., εφόσον λειτουργούν σε προστατευόμενες περιοχές και βλάπτουν ουσιωδώς το εκάστοτε προστατευόμενο οικοσύστημα.
Οι παραπάνω προτάσεις νόμου κρίνονται επιδοκιμαστέες. Ενόψει της προβληματικής που αναλύθηκε, συμβάλλουν στον περιορισμό της περιβαλλοντικής, χωροταξικής και κατ’ επέκταση της κοινωνικής αυθαιρεσίας που είναι πιθανό να λαμβάνουν χώρα σε περιοχές Π.Ο.Τ.Α., που έχουν καθοριστεί στα όρια περιοχών του Δικτύου Natura 2000. Οφείλουν συνεπώς οι προτεινόμενες αυτές διατάξεις να μην υποστούν τροποποιήσεις στον πυρήνα τους, κατά την τελική ψήφιση του νομοσχεδίου στην ελληνική Βουλή.
[1] Πρβλ. σχετικά την με Α.Π. Οικ. 89577/23.5.2001 γνωμοδότηση της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. ως προς τη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων της Π.Ο.Τ.Α.
[2] Πρβλ. ελληνικό κατάλογο με τις περιοχές που ανήκουν στο Δίκτυο Νatura 2000, σε:
http://www.minenv.gr/1/12/121/12103/g1210300.html. Σχετικά με τα στάδια ένταξης περιοχών στο κοινοτικό Δίκτυο Natura 2000. Πρβλ.
Κ. Γώγος: Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων σε προστατευόμενες περιοχές Natura, σειρά Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 11, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009.
[4]ΔΕΚ, απόφ. 11.12.2008, C‑293/07 (Επιτροπή Ε.Κ. κατά Ελλάδας), ΒeckEuRS 2008, 484636, πρβλ. ιδίως τις σκέψεις υπ’ αρ. 7 επ., 22 επ.,32 επ.
http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?val=484636:cs&lang=el&list=485754:cs,484636:cs,&pos=2&page=1&nbl=2&pgs=10&hwords=&checktexte=checkbox&visu=#texte . Το ΔΕΚ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει παραλείψει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη θέσπιση και εφαρμογή ενός συνεκτικού, συγκεκριμένου και ολοκληρωμένου νομικού καθεστώτος, ικανού να εξασφαλίσει τη βιώσιμη διαχείριση και την αποτελεσματική προστασία των ΖΕΠ που έχουν χαρακτηρισθεί, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησης που θέτει η Οδηγία περί πτηνών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 4, παρ. 1 και 2, της Οδηγίας αυτής καθώς και του άρθρου της 4, παρ. 4, α΄ περ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6, παρ. 2, της Οδηγίας περί οικοτόπων.
[5] Απόφαση Γ.Γ. Ε.Ο.Τ. με αριθμό 530992/28.9.87, «Τεχνικές προδιαγραφές τουριστικών εγκαταστάσεων».
[6] Πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 3.6., με τίτλο «Χωροθέτηση δραστηριοτήτων - ρυθμίσεις των χρήσεων γης», μεταξύ των δραστηριοτήτων που προτείνονται στον τριτογενή τομέα, αναφέρονται και τα εξής: «Ενίσχυση προωθητικών δραστηριοτήτων όπως: - οι εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής για την ανάπτυξη θεματικού τουρισμού, - Εφαρμογή - ολοκλήρωση των διαδικασιών και χρηματοδότηση της δημιουργίας Περιοχής Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) στην Μεσσηνία. Ήδη έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού και οριοθέτησης της «ΠΟΤΑ» Μεσσηνίας με την υπ’ αρ. 24069/3817/2001 Κοινή Υπουργική Απόφαση (19.10.2001)…Με την ως άνω απόφαση καθορίζονται επίσης οι όροι και περιορισμοί προστασίας του περιβάλλοντος ως και ο φορέας ίδρυσης και εκμετάλλευσής της». (3.6.3.Δ).
[7] Πρβλ. Σ.τ.Ε. 1035, 1038, 1040/1993 Ολομ., 37/1993, 3541/1996, 2183/1999, 526/2003 Ολομ., 1889/2006 Ολομ.).
[8] Πρβλ. ΣτΕ 1035, 1038, Ολομ. ΣτΕ 1040/1993.,ΣτΕ 37/1993, ΣτΕ 3541/1996, ΣτΕ 2183/1999.
[9] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 9, παραπεμπτική στην Ολ.ΣτΕ., με περαιτέρω παραπομπές.
[10]ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 8, παραπεμπτική στην Ολ.ΣτΕ.
[11]ΣτΕ 1593/2007 σκέψη υπ’ αρ. 19, παραπεμπτική στην Ολομέλεια. Πρβλ. σταθερή σχετική νομολογία του ΣτΕ: ΣτΕ 1528/2003, Ολομ. ΣτΕ 927/2003, Ολομ. ΣτΕ 533-535/2003, Ολομ. ΣτΕ 1101/2002, ΣτΕ 1465/2003, ΣτΕ Ολομ 530/2003, Ολομ. ΣτΕ 4950-4953/1995, Ολομ. ΣτΕ 2304/1995, ΣτΕ 2077/2006, ΣτΕ 4441/2005, ΣτΕ 3746/2004.
[12] ΣτΕ 1593/2007 σκέψη αρ. 19, παραπεμπτική στην Ολομέλεια. Πρβλ. σταθερή σχετική νομολογία του Ολομ. ΣτΕ 4016/1998, Ολομ. ΣτΕ 3619/1995 κ.ά.
[13] Σχετικά με το διεθνές εμπόριο στα απειλούμενα άγρια είδη με εξαφάνιση της πανίδας και της χλωρίδας, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2055/92 και ν. 3026/02.
[15] Πρβλ. ΣτΕ 1593/2007, ΔΕΚ 14.09.2006, C-244/05, (Bund Naturschutz in Bayern e.V. vs. Freistaat Bayern), ΕuZW 2007, σ. 61 επ., ιδίως σκέψη αρ. 9, 41 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?mode=dbl&lang=en&lng1=en,el&lng2=cs,da,de,el,en,es,et,fi,fr,hu,it,lt,lv,mt,nl,pl,pt,sk,sl,sv,&val=432902:cs&page=1&hwords= .
[16] ΔΕΚ 27.02.2003, C-415/01, (Kommission der Europäischen Gemeinschaften v. Königreich Belgien.), BeckEuRS 2003, 277907, ιδίως τις σκέψεις υπ’ αρ. 15 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62001J0415:EL:HTML , ΔΕΚ 14.09.2006, C-244/05, (Bund Naturschutz in Bayern e.V. vs. Freistaat Bayern), ΕuZW 2007, σ. 61 επ., ιδίως σκέψη αρ. 9, 41 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?mode=dbl&lang=en&lng1=en,el&lng2=cs,da,de,el,en,es,et,fi,fr,hu,it,lt,lv,mt,nl,pl,pt,sk,sl,sv,&val=432902:cs&page=1&hwords= .
[17] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 9. παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[18] Πρβλ. ενδεικτικά: εφημ. «Αυγή»: Συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για τις επιπτώσεις της ΠΟΤΑ Μεσσηνίας,19.02.2010,
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=524947,
Ν. Ψαρού, Ταξίδι στη Σαμοθράκη. Ένα πολιτικό ημερολόγιο,, Aθήνα, 2009, σ. 193 επ.,
http://www.nellypsarrou.com/PDF/Samothraki/12.Chapter5.pdf , με περαιτέρω παραπομπές.
[19] Πρβλ.
Μ. Καλούλη/Ν. Bedau /R. Krause/M. Nitsch, Σχέδιο Διαχείρισης Επισκεπτών-Λιμνοθάλασσα Γιάλοβας, ΕΟΕ, Αθήνα 2010, Χ. Χαραλαμπόπουλος: Η λιμνοθάλασσα πεθαίνει, Θάρρος 13.01.2008
http://www.tharrosnews.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=14725&Itemid=32,
Χ. Τζαναβάρα, Μεσσηνία: Διαμαρτυρίες για της αλλαγές στο όνομα της τουριστικής «αναβάθμισης». Παράκαμψη παρανομίας», Eλευθεροτυπία, 08.09.2008.
http://archive.enet.gr/online/online_text/c=112,dt=08.09.2008,id=42703544,
Χ. Αλεφάντης, Μη αμιγώς βιώσιμο περιβάλλον. Με πολιορκητικό κριό την τουριστική ανάπτυξη, ακόµα και τα γήπεδα γκολφ εµφανίζονται ως ζώνες ανάπτυξης νέων οικοτόπων και καταφύγια άγριων ζώων, Γαλέρα, τ. 17, 15.02.2007.
[24] Πρβλ. ΣτΕ 2547/2005,
Α. Παπακωνσταντίνου, Γνωμοδότηση: Βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη σε περιοχές Natura 2000, NκΦ, Απρίλιος 2007,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=2812&lang=1&catpid=1,
Κ. Γώγος, Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων σε προστατευόμενες περιοχές Natura, σειρά Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 11, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009.
[25] ΔΕΚ, 29.04.2004, C-117/02, (Europäische Kommission v. Portugiesische Republik), LNR 2004, 12571,
BeckEuRS 2004, 287576, πρβλ. ιδίως σκέψεις υπ’ αρ. 80,88,
http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?mode=dbl&lang=en&lng1=en,el&lng2=da,de,el,en,es,fi,fr,it,nl,pt,sv,&val=287576:cs&page=1&hwords= .
[27] Πρβλ.
Τ. Νικολόπουλος, Περιοχές Natura 2000 και προϋποθέσεις έγκρισης σ’ αυτές, αναδημοσίευση σε: ΝκΦ, Φεβρουάριος 2010,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=4067&lang=1&catpid=2,
Κ. Γώγος, Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων σε προστατευόμενες περιοχές Natura, σειρά Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 11, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009.
[28] Πρβλ. ΔΕΚ, 20.10.2005, C-6/04, (Europäische Kommission v. Vereinigtes Königreich Großbritannien und Nordirland),
BeckEuRS 2005, 413303, πρβλ. σκέψη υπ’ αρ. 54,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62004J0006:EL:HTML, ΔΕΚ, 10.01.2006, C-98/03, (Europäische Kommission v. Bundesrepublik Deutschland), EuZW 2006, σ. 216 επ., ιδίως σκέψεις υπ’ αρ. 41 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62003J0098:EL:HTML, ΔΕΚ, 20.09.2007, C-304/05, (Europäische Kommission v. Italienische Republik), ZUR 2007, σ. 533 επ., πρβλ. ειδικά τις σκέψεις υπ’ αρ. 56 επ.
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62005J0304:EL:HTML Προς την ίδια κατεύθυνση πρβλ.:ΔΕΚ 27.02.2003, C-415/01, (Kommission der Europäischen Gemeinschaften v. Königreich Belgien.), BeckEuRS 2003, 277907, ιδίως τις σκέψεις υπ’ αρ. 15 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62001J0415:EL:HTML .
[30] Πρβλ. ΔΕΚ, 07.09.2004, C-127/02, (Nationale Vereinigung zur Erhaltung des Wattenmeers v. Die Niederlande), NuR 2004, σ. 768 επ. ΔΕΚ, 07.09.2004., NuR 2004, σ. 788 επ., EuZW 2004, σ. 730 επ., πρβλ. ιδίως σκέψη υπ’ αρ. 38,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62002J0127:EN:HTML,
Μ. Gellermann, Herzmuschelfischerei im Lichte des Art. 6 FFH-Richtlinie. Anmerkungen zum Urteil des EuGH vom 07.09.2004, NuR 2004, σ. 769 επ.
[31] ΔΕΚ, 20.09.2007, C-304/05, (Europäische Kommission v. Italienische Republik), ZUR 2007, σ. 533 επ., πρβλ. ειδικά τις σκέψεις υπ’ αρ. 81 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62005J0304:EL:HTML.
[32] Πρβλ. ΔΕΚ, 20.09.2007, C-304/05, (Europäische Kommission v. Italienische Republik), ZUR 2007, σ. 533 επ., ιδίως σκέψεις υπ’ αρ. 81 επ.,
Τ. Νικολόπουλος, Περιοχές Natura 2000 και προϋποθέσεις έγκρισης σ’ αυτές, αναδημοσίευση σε: ΝκΦ, Φεβρουάριος 2010,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=4067&lang=1&catpid=2,
Κ. Γώγος, Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων σε προστατευόμενες περιοχές Natura, σειρά Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 11, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009.
[34] Πρβλ. ΔΕΚ, 26.10.2006, C-239/04, (Europäische Kommission v. Portugiesische Republik), ZUR 2007, σ. 89 επ. πρβλ. ειδικά τις σκέψεις υπ’ αρ. 35 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62004J0239:EL:HTML,
K. Γώγος, Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων σε προστατευόμενες περιοχές Natura, σειρά Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 11, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009,
W. Kahl/K.-F. Gärditz, Rechtsschutz im europäischen Kontrollverbund am Beispiel der FFH- Gebietsfestsetzungen, NuR 2005, σ. 555 επ.,
J. Kerkmann, Rechtsschutz gegen ausgewiesene „FFH-Gebiete“, BauR 2006, σ. 794 επ.
[35] Πρβλ. ΔΕΚ, 07.09.2004, C-127/02, (Nationale Vereinigung zur Erhaltung des Wattenmeers v. Die Niederlande), NuR 2004, σ. 788 επ., EuZW 2004, σ. 730 επ., πρβλ. ιδίως σκέψεις υπ’ αρ. 45, 49, 61,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62002J0127:EN:HTML,
Μ. Gellermann, Herzmuschelfischerei im Lichte des Art. 6 FFH-Richtlinie. Anmerkungen zum Urteil des EuGH vom 07.09.2004, NuR 2004, σ. 769 επ., ΔΕΚ, 20.09.2007, C-304/05, (Europäische Kommission v. Italienische Republik), ZUR 2007, σ. 533 επ., πρβλ. ειδικά τις σκέψεις υπ’ αρ. 81 επ. , με περαιτέρω παραπομπές,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62005J0304:EL:HTML, ΔΕΚ, 07.01.2004, C-201/02,
(Delena Wells v. Secretary of State for Transport, Local Government and the Regions), NVwZ 2004, σ. 593 επ., ιδίως τις σκέψεις υπ’ αρ.42, 53,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62002J0201:EL:HTML.
[39] Πρβλ. ενδεικτικά σχετικά με την εφαρμογή και λειτουργία του εν λόγω άρθρου στην πράξη: ΔΕΚ, 20.09.2007, C-304/05, (Europäische Kommission v. Italienische Republik), ZUR 2007, σ. 533 επ., ιδίως τις σκέψεις 56 επ.
http://eurlex.europa.eu/Notice.do?val=420053:cs&lang=el&list=420053:cs,417614:cs,&pos=1&page=1&nbl=2&pgs=10&hwords=&checktexte=checkbox&visu=#texte, ΒVerwG, 17.01.2007 - 9 A 20.05, ZUR 2007, σ. 307 επ. (A 143 – Westumfahrung Halle), με περαιτέρω παραπομπές.
[40] ΣτΕ 1593/2007, σκ. υπ. αρ. 20. παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[41] Πρβλ. ενδεικτικά:
Γ. Παπαδημητρίου, Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα. Θεμελίωση, περιεχόμενο και λειτουργία, ΝκΦ 1994, σ. 375 επ,
Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2005, σ. 23 επ.,
Α. Παπακωνσταντίνου, Δικαστικός ακτιβισμός και Σύνταγμα. Το παράδειγμα της περιβαλλοντικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, Περιβάλλον και Δίκαιο, τ. 2/2006, σ. 231 επ.,
[42] Πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3478/2000 , Ολομ. ΣτΕ 1569/2005, Ολομ. ΣτΕ 705/2006, Π.Ε. 602/2002.
[43] Πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1569/2005, Ολομ. ΣτΕ 705/2006, ΣτΕ 893/2004 7μ., ΣτΕ 2506/2002 7μ., Π.Ε. 602/2002).
[44] Πρβλ. ενδεικτικά: ΣτΕ 2431/2010, Π.Ε. 602/2002.
[45] Βάσει του κριτηρίου του άρθρου 4 παρ. 2 α του ν. 1650/1986 κρίθηκε ανεκτή, κατά το άρθρο 24 του Συντ., η, ελλείψει χωροταξικού σχεδίου, σημειακή χωροθέτηση δραστηριοτήτων βάσει της διαδικασίας προεγκρίσεως χωροθετήσεως του ν. 1650/1986, για εύλογο χρονικό διάστημα. Ως εύλογο δε θεωρήθηκε το χρονικό διάστημα των 3 ετών που θεσπίσθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.2242/1994, εν όψει του γεγονότος ότι, σε εκτέλεση της συνταγματικής επιταγής για χωροταξικό σχεδιασμό, κατά το χρόνο θεσπίσεως της ανωτέρω διατάξεως, καταρτίζονταν Ειδικές Χωροταξικές Μελέτες για τη κάλυψη μεγάλου μέρους του ελληνικού χώρου, εκπονούμενες με βάση το μηχανισμό της Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), Πρβλ. σχετικά απόφ. Σ.τ.Ε. 1643/1998). Η απάλειψη, όμως, στη συνέχεια, με τις διατάξεις των άρθρων 18 του ν. 2732/1999 και 18 παρ. 4 του ν. 2742/1999, του ανωτέρω χρονικού περιορισμού και, εντεύθεν, η επ’ αόριστον δυνατότητα εγκαταστάσεως δραστηριοτήτων σε περιοχές για τις οποίες δεν έχει προβλεφθεί από χωροταξικά σχέδια η συγκεκριμένη δραστηριότητα, κρίθηκε ότι αντίκειται στο άρθρο 24 Συντ., διότι αναιρεί την επιβαλλόμενη από το άρθρο αυτό υποχρέωση χωροταξικού σχεδιασμού και προγραμματισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων (Πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2489/2006, ΣτΕ 893/2004 7μ. για μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, Ολομ. ΣτΕ 705/2006 1569/2005, με παρόμοιες κρίσεις σχετικά με την παράταση της ισχύος διατάξεων που επιτρέπουν την εκτός λατομικών περιοχών λειτουργία λατομείων).
[46] Πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3661, 3662, ΣτΕ 3663/2005.
[47] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 18, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[48] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 20, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[49]Πρβλ. ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 20. παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ, στην ίδια κατεύθυνση: Π.Ε. 228/1999, Ολομ. ΣτΕ 30/2001.
[51] Πρβλ. σχετικά με την έννοια της αειφορίας και της βιώσιμης ανάπτυξης: ΣτΕ 2759-60/94, ΣτΕ 2537/96, ΣτΕ 2731/97, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 2214/04,
Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 3. εκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 55 επ.,
Κ. Σταμάτη, Βιώσιμη ανάπτυξη και οικολογική διάσταση της ιδιότητας του πολίτη, ΝκΦ 1995, σ. 9 επ.,
Γ. Σιούτη, Βιώσιμη ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος, στο συλλογικό τόμο:
Μ. Σκούρτος/Κ. Σοφούλης (επιμ.), Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα, 1995, σ. 75 επ.
[52] Πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2489/2006, Π.Ε. 210/2002, Π.Ε. 535/2002, Π.Ε. 633/2002, Π.Ε. 636/2002.
Κ. Μενουδάκος, Ο χωροταξικός σχεδιασμός στη νομολογία του ΣτΕ, στο έργο: Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Νομικό πλαίσιο και εφραρμογή στην πράξη, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σ. 38 επ.
[53] Πρβλ. ΣτΕ 219/1987,
Α. Σίνης,
Η δόμηση στις εκτός σχεδίου περιοχές και η προστασία του περιβάλλοντος στην ελληνική έννομη τάξη, ΝκΦ, Μάρτιος 2009,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=3675&lang=1&catpid=1#_ftnref27.
[54] Πρβλ. σχετικά με την έννοια της φέρουσας ικανότητας:
Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 3. εκδ. , Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σ. 60 επ., με περαιτέρω παραπομπές.
[55]Πρβλ. ΣτΕ 50/1993, ΣτΕ 2993/1998, ΣτΕ 1588/1999,
Κ. Μενουδάκος, Ο χωροταξικός σχεδιασμός στη νομολογία του ΣτΕ, στο έργο: Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Νομικό πλαίσιο και εφραρμογή στην πράξη, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ. 38 επ., με περαιτέρω παραπομπές.
[56] Πρβλ. ΣτΕ 4633/1997, 772/1998, 3346/1999.
[57] Πρβλ. ΣτΕ 772/1998, ΠΕ 362/1998,
Κ. Μενουδάκος, Ο χωροταξικός σχεδιασμός στη νομολογία του ΣτΕ, στο έργο: Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Νομικό πλαίσιο και εφαρμογή στην πράξη,Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σ. 38 επ.
[58] Αυτό προκύπτει και από το περιεχόμενο της υπ’ αρ. 500309/22.4.1998 σχετικής απόφασης του Γ.Γ. Ε.Ο.Τ., (βλ. 7η σκέψη της απόφασης).
[59] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 20. παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ. Στην ίδια κατεύθυνση Ολομ. ΣτΕ 1038/1993 526/2003, Π.Ε. Ολομ. 228/1999.
[60] Πρβλ. ΣτΕ 2213/2006, ΣτΕ 2547/2005, ΣτΕ 1785/2003, ΣτΕ 2473/2010. Σε συμμόρφωση προς την 92/43/ΕΟΚ εκδόθηκε, κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 20, 21, 28, 29 και 30 του ν. 1650/1986, η υπ’ αρ. 33318/30281/28.12.1998 ΚΥΑ «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτημάτων), καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1289). Σύμφωνα με αυτήν, μεταξύ των άλλων, στους τόπους που περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο επιβάλλονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, μετά από γνώμη της Επιτροπής Φύση 2000, όροι, περιορισμοί και απαγορεύσεις για επεμβάσεις και δραστηριότητες που ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις επ’ αυτών...
[61] ΣτΕ 1593/2007, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[62] Πρβλ. ενδεικτικά: ΔΕΚ, 13.01.2005, C-117/03, (Società Italiana Dragaggi SpA etc v. Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti, Regione Autonoma del Friuli Venezia Giulia), ΝuR 2005, σ. 242 επ., ιδίως σκέψεις 22 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?val=393491:cs&lang=el&list=393491:cs,389821:cs,393485:cs,&pos=1&page=1&nbl=3&pgs=10&hwords=&checktexte=checkbox&visu=#texte,
Η.-W. Louis, Das Dragaggi-Urteil des EuGH in der Interpretation der Kommission als Hüterin der Europäischen Verträge
– Eine Anmerkung zum Urteil des EuGH vom 13. 1. 2005 – Rs. C-117/03, NuR 2005, σ. 770 επ., ΔΕΚ, 07.12.2000, C-374/98, (Europäische Kommission v. Französische Republik), NVwZ 2001, σ. 549 επ., πρβλ. ειδικά σκέψεις υπ’ αρ. 42 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:61998J0374:EN:HTML, ΔΕΚ, 13.06.2002, C-117/00 (Εuropäische Kommission v. Irland), NVwZ 2002, σ. 1228 επ., ιδίως σκέψεις 7 επ.,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62000J0117:EN:HTML, ΔΕΚ 14.09.2006, C-244/05, (Bund Naturschutz in Bayern e.V. vs. Freistaat Bayern), ΕuZW 2007, σ. 61 επ., ιδίως σκέψη αρ. 9,
http://eur-lex.europa.eu/Notice.do?mode=dbl&lang=en&lng1=en,el&lng2=cs,da,de,el,en,es,et,fi,fr,hu,it,lt,lv,mt,nl,pl,pt,sk,sl,sv,&val=432902:cs&page=1&hwords=.
[63]Πρβλ. BVerwG, 01.04. 2004 - 4 C 2/03, NVwZ 2004, σ. 114 επ., OVG Koblenz, 09.01.2003- 1 C 10393/01, NuR 2003, σ. 442 επ., BVerwG, 14.12. 2005 – 9 A 63.04,
BeckRS 2006 20307, BVerwG, 07.12.2006 - 4 C 16/04, NVwZ 2007, σ. 576 επ. Πρβλ. επίσης και VG Koblenz, 17. 4. 2007 – 1 K 2401/05, όπου ορίζεται ότι για τον καθορισμό των περιοχών Natura 2000 δεν είναι κρίσιμα οικονομικά κριτήρια, αλλά κατά κύριο λόγο οικολογικά.
[64] Μία περιοχή μπορεί να κηρυχθεί ως ΕΖΔ, όταν παρουσιάζει τουλάχιστον ένα από δύο χαρακτηριστικά: Είτε περιλαμβάνει «τύπους φυσικών οικοτόπων» που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας (λ.χ. εκβολές ποταμών, μεσογειακά αλίπεδα κλπ.), είτε περιλαμβάνει οικοτόπους των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας που εμφανίζονται στο Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας. Στα παραρτήματα αυτά η οδηγία διακρίνει δύο βαθμίδες προστασίας, με την επισήμανση ορισμένων τύπων οικοτόπων και ειδών προστατευόμενων κατά προτεραιότητα. Πρβλ.: Η περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων σε προστατευόμενες περιοχές Natura, σειρά Δίκαιο και Κοινωνία στον 21ο αιώνα, τ. 11, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009.
[66] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 20, παραπεμπτική στην Ολ.ΣτΕ.
[67] Σχετικά με το θεσμικό πλαίσιο συμμετοχής πολιτών στη διαδικασία του πολεοδομικού σχεδιασμού, αλλά και στην περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, πρβλ. ενδεικτικά:
Γ. Ζιάμος, Η πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία και η συμμετοχή πολιτών σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν το περιβάλλον, στο έργο: Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου τ. 10, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 34 επ.,
Α. Ψάϊλα, Η συμμετοχή του κοινού στην περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, στο έργο: Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου τ. 10, Αθήνα-Κομοτηνή 2003, σ. 109 επ.,
Α. Λιάσκα, Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση του Άαρχους, ΠερΔικ 2009, σ. 231 επ.
[68] Πρβλ.
Α. Λιάσκα, Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση του Άαρχους, ΠερΔικ 2009, σ. 234, Πρβλ. επίσης εκτενώς: J. Masing, Die Mobilisierung des Bürgers für die Durchsetzung des Rechts – Europäische Impulse für eine Revision der Lehre vom subjektiv-öffentlichen Recht, Diss. Univ. Freiburg, i. Br., 1996, Berlin, 1997.
[69] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 20, παραπεμπτική σε Ολομ. ΣτΕ.
[70] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 20, παραπεμπτική σε Ολομ. ΣτΕ. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, είναι αξιοσημείωτο, ότι η Ολομέλεια του ΣτΕ, σε υπόθεση όπου εξέτασε την αίτηση ακύρωσης σχετικής ΚΥΑ, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για την ολοκληρωμένη τουριστική ανάπτυξη σε έκταση 26.000 στρεμμάτων του ιδρύματος Παναγία η Ακρωτηριανή στην περιοχή Κάβο Σίδερο του νομού Λασιθίου της Κρήτης, η οποία εν μέρει βρισκόταν σε περιοχή Natura 2000, έκανε τον Απρίλιο του 2009 ομόφωνα δεκτή την εισήγηση της αρμόδιας συμβούλου του ΣτΕ και ακύρωσε αντιστοίχως την προσβαλλόμενη ΚΥΑ. Η απόφαση όμως αυτή μέχρι τώρα, απ’ όσο είναι γνωστό, δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί. Σύμφωνα με την υποβαλλόμενη εισήγηση, η περιβαλλοντική αδειοδότηση του έργου δεν έγινε νόμιμα, καθώς δεν είχε προηγηθεί πρόβλεψη οργανωμένης δραστηριότητας ως προς τη σχεδιαζόμενη επένδυση με βάση τον χωροταξικό σχεδιασμό. Κατά την εισηγήτρια, η συγκεκριμένη περιοχή προορίζεται μόνο για ήπια τουριστική ανάπτυξη και μόνο στο αναγκαίο μέτρο, ενώ η σχεδιαζόμενη αποτελεί εντατική τουριστική ανάπτυξη. Ακόμη, είχε εκφράσει αμφιβολίες για τη νομιμότητα της χωροθέτησης γηπέδων γκολφ καθώς αλλοιώνουν την αισθητική και τη φυσιογνωμία του τόπου.Πρβλ. Εcocrete: Τέλος στην επένδυση στον Κάβο Σίδερο, 09.04.2009,
http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=5910, με περαιτέρω παραπομπές σε δημοσιεύματα του τύπου. Αντίθετη άποψη, πριν τη λήψη της απόφασης της Ολομ. ΣτΕ είχε εν προκειμένω εκφράσει ο
Α. Παπακωνσταντίνου σε σχετική γνωμοδότηση με τίτλο: Βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη σε περιοχές Natura 2000, NκΦ, Απρίλιος 2007,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=2812&lang=1&catpid=1. .
[71] ΣτΕ 1593/2007, σκ. υπ. αρ. 13, 18. παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[72] ΣτΕ 1593/2007, σκ. υπ. αρ. 18. παραπεμπτική στην Ολ.ΣτΕ
Πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 3446/1998, Ολομ. ΣτΕ 2150/2000, Ολομ. ΣτΕ 3613/2002, Ολομ. ΣτΕ 2006/2003, Ολομ. ΣτΕ 258/2004, Ολομ. ΣτΕ 998/2005.
[73] Πρβλ. ΣτΕ 2506/2002 7μ. για τη χωροθέτηση τουριστικού λιμένα, Π.Ε. 228/1999 για τον καθορισμό βιομηχανικών και επιχειρηματικών περιοχών σύμφωνα με το ν. 2545/1997, Π.Ε. Ολομ. 30/2001 για τη δημιουργία οικισμών με ιδιωτική πρωτοβουλία σύμφωνα με τους νόμους 1947/1991 και 2508/1997.
[76] Πρβλ. ενδεικτικά: ΣτΕ 2759/94,
Ε. Τροβά, Αχελώος: «Ο θεός ποταμός», ΠερΔικ 2001, σ. 36 επ.
[78] Πρβλ. ΔΕΚ, 20.09.2007, C-304/05, (Europäische Kommission v. Italienische Republik), ZUR 2007, σ. 533 επ., πρβλ. ειδικά τις σκέψεις υπ’ αρ. 81 επ., με περαιτέρω παραπομπές,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62005J0304:EL:HTML, πρβλ. επίσης: ΔΕΚ, 07.09.2004, C-127/02, (Nationale Vereinigung zur Erhaltung des Wattenmeers v. Die Niederlande), NuR 2004, σ. 788 επ., EuZW 2004, σ. 730 επ., πρβλ. ιδίως σκέψεις υπ’ αρ. 45, 49, 61,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62002J0127:EN:HTML,
Μ. Gellermann, Herzmuschelfischerei im Lichte des Art. 6 FFH-Richtlinie. Anmerkungen zum Urteil des EuGH vom 07.09.2004, NuR 2004, σ. 769 επ., ΔΕΚ, 07.01.2004, C-201/02,
(Delena Wells v. Secretary of State for Transport, Local Government and the Regions), NVwZ 2004, σ. 593 επ., ιδίως τις σκέψεις υπ’ αρ.42, 53,
http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62002J0201:EL:HTML.
[79] Πρβλ. ΣτΕ 1449/1979, ΣτΕ 3782, 3783/1978, ΣτΕ 4236/1980, ΣτΕ 807/1995, ΣτΕ 2351-2/1995.
[80] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 23, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[81] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 24, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ. Πρβλ. επίσης: υπ’ αρ. 500309/22.4.1998 απόφασης του Γ.Γ. Ε.Ο.Τ., με τίτλο: «Γενικές κατευθύνσεις τουριστικής πολιτικής για τη δημιουργία Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης».
[82] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 24, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[83] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 24, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[84] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 27, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[85] ΣτΕ 1593/2007, σκέψη υπ’ αρ. 27, παραπεμπτική στην Ολομ. ΣτΕ.
[86]Πρβλ.
Π. Κοροβέσης, Επίκαιρη ερώτηση, υπ’ αριθμ. 739/17.03.2008, ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σχετικά με τα μέτρα προστασίας του οικοτόπου της Γιάλοβας μετά την έκδοση την λήψη απόφασης από την Ολομ. ΣτΕ, εφημ. «Αυγή»: Συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για τις επιπτώσεις της ΠΟΤΑ Μεσσηνίας», 19.02.2010,
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=524947,
Β. Βετουλάκη, Μετά από απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας
χειρόφρενο στην Π.Ο.Τ.Α. και την ανάπτυξη της Μεσσηνίας, εφημ. «Θάρρος», 11.01.2008, http://www.tharrosnews.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=14663&Itemid=32 .
[87] Πρβλ. ενδεικτικά:
Π. Κοροβέσης, Επίκαιρη ερώτηση, υπ’ αριθμ. 739/17.03.2008, ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σχετικά με τα μέτρα προστασίας του οικοτόπου της Γιάλοβας μετά την έκδοση την λήψη απόφασης από την Ολομ. ΣτΕ, ερώτηση υπ’ αριθμ. E-4465/09, 23.09.2009, του Έλληνα ευρωβουλευτή Κ. Αρσένη σχετικά με τον περιβαλλοντικό έλεγχο της τουριστικής επένδυσης στην προστατευόμενη περιοχή του βιοτόπου της Γιάλοβας (
http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+WQ+E-2009-4465+0+DOC+XML+V0//EN&language=EN, εφημ. «Αυγή»: Συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για τις επιπτώσεις της ΠΟΤΑ Μεσσηνίας», 19.02.2010,
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=524947.
[88] Σχετικά με το έλλειμμα χρηστής διοίκησης στην Ελλάδα πρβλ. ενδεικτικά:
Α. Μακρυδημήτρης, «Το έλατο στην άμμο» ή ο Ombudsman στην Ελλάδα, στο έργο: «Οmbudsman». Ο έλεγχος της κακοδιοίκησης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Διοίκηση και Πολιτεία, Μελέτες, τ. 15, Αθήνα-Κομοτηνή 1996, σ. 13 επ.,
Θ. Τσέκος, Η διαρκής ελληνική διοικητική κρίση: Περί της μεταρρυθμιστικής ιδιομορφίας μιας μη βεμπεριανής γραφειοκρατίας, στο έργο: Κρίση του ελληνικού Πολιτικού Συστήματος; Αθήνα 2008, σ. 271 επ. Ειδικά για το έλλειμμα χρηστής διοίκησης στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας: Πρβλ.
Ε. Δικαίος, Περιβαλλοντικό έλλειμμα στην Ελλάδα: Εκφάνσεις, αίτια, ευθύνες, διέξοδος; ΝκΦ, Δεκέμβριος 2007,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=3178&lang=1&catpid=1, με περαιτέρω παραπομπές. Σχετικά με την οικιστική πολιτική της Ελλάδας και της επιπτώσεις της πρβλ. ενδεικτικά: Α. Τάχος, Αυθαίρετα κτίσματα προ του έτους 1980 - Νομιμοποίηση, Αρμενόπουλος 2003, σ. 151-166
, ο ίδιος: Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, 6η εκδ. Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2006,
σ. 218 επ.,
Γ. Μιχαήλ,
Ο σημερινός πολιτισμός της καταναλωτικής κοινωνίας, N+Φ, Οκτώβριος 2007,
Γ. Ελαφρός/Γ. Λιάλιος, Ο χάρτης των οικολογικών εγκλημάτων, Καθημερινή, 29.07.2007, σ. 9 επ.,
Δ. Καραβέλλας, Ισχυρή κοινωνία των πολιτών ως εγγυητής της περιβαλλοντικής νομιμότητας, στο έργο:
Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 15 επ.,
Χ. Τζαναβάρα, Περιβάλλον: Οι 5 μεγάλες πληγές, Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 5,
Χ. Τσόγκας, Εθνικό Κτηματολόγιο. Σκέψεις σχετικά με τη στάση που ακολουθεί το Δημόσιο στην κτηματολογική διαδικασία και ιδίως κατά τη διόρθωση εσφαλμένης πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, Συνήγορος 2004, σ. 485 επ.,
Π. Ματθαίου, Κριτική θεώρηση του νέου θεσμικού πλαισίου για το Εθνικό Κτηματολόγιο, ΠερΔικ 1998, σ. 316 επ.
[89] Πρβλ. όμως σχετική κριτική:
Τ. Γιαννακούρου, Το θεσμικό πλαίσιο του χωροταξικού σχεδιασμού στην Ελλάδα: Επίκαιρα διλήμματα και προκλήσεις για το μέλλον, στο έργο: Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Νομικό πλαίσιο και εφαρμογή στην πράξη, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σ. 13 επ. Πρβλ. το κείμενο του εν λόγω Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού στις σ. 119 επ. του προηγούμενου έργου.
[90] Ως προς την προβληματική μη συνεπούς εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με Μ.Π.Ε. πρβλ. ενδεικτικά: Ολ. ΣτΕ 4938/1995, ΔιοικΔικ 1996, σ. 1275 επ., ΣτΕ 2594/1998, ΣτΕ 2595/1999, ΠερΔικ 2000, σ. 89 επ., ΣτΕ 2499/1999, ΠερΔικ 2001, σ. 396 επ., ΣτΕ 1035/1993, Ν+Φ 1994, σ. 225 επ., ΣτΕ Ολ. 2300/1997, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ Ολ. 1675/1999, σχόλιο
Ε.-Α. Μαριά, ΠερΔικ 1999, σ. 227 επ., ΠερΔικ 2731/1999, ΠερΔικ 1999, σ. 80 επ.,
A. Παπαπετρόπουλος, Οι γενικές αρχές του ακυρωτικού ελέγχου κατά τη διαδικασία εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έργων και δραστηριότητων, Ν+Φ Ιούλιος 2003,
Θ. Νάντσου, Αποτίμηση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, στο έργο:
Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 37 επ.,
A. Σαλαμαλίκη/Α. Φιλιάτουρα, Καθεστώς αδειοδότησης των ατμοηλεκτρικών σταθμών στην Καρδιά, στον Άγιο Δημήτριο και στην Πτολεμαϊδα του νομού Κοζάνης, στο έργο:
Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 136,
IΣΤΑΜΕ, Η κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Ετήσιος Απολογισμός, Απρίλιος 2007, σ. 11 επ., IΣΤΑΜΕ, Η κατάσταση του περιβάλλοντος στην Ελλάδα, Ετήσιος Απολογισμός, Απρίλιος 2007, σ. 1 επ.,
Ε. Δικαίος, Περιβαλλοντικό έλλειμμα στην Ελλάδα: Εκφάνσεις, αίτια, ευθύνες, διέξοδος; ΝκΦ, Δεκέμβριος 2007,
http://www.nomosphysis.org.gr/articles.php?artid=3178&lang=1&catpid=1 .
[91] Πρβλ. W. Laufer: Social accountability and corporate greenwashing,, Journal of Buisness and ethics 2003, σ. 253 επ., S. Jäckisch: Greenwashing: Das Märchen vom grünen Riesen, Der Spiegel 17.12.2009,
http://www.spiegel.de/wirtschaft/unternehmen/0,1518,666984,00.html,
U. Müller, Greenwash in Zeiten des Klimawandels. Wie Unternehmen ihr Image grün färben, Studie, Köln, November 2007, S. Kreutzberger: Die Öko-Lüge, Berlin, 2009.
[92]Πρβλ. ενδεικτικά:
Δ. Καραβέλλας, Ισχυρή κοινωνία των πολιτών ως εγγυητής της περιβαλλοντικής νομιμότητας, στο έργο
: Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Η κοινωνία των πολιτών και η εφαρμογή του περιβαλλοντικού δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 15 επ.,
Χ. Κουταλάκης, «Θα τα πούμε στα δικαστήρια». Δημοκρατική λογοδοσία και έλεγχος των περιβαλλοντικών πολιτικών στην Ελλάδα, ΕφημΔΔ5/2009, σ. 686 επ.. Σχετικά με την προβληματική των περιβαλλοντικών ελέγχων στην Ελλάδα πρβλ. ενδεικτικά:
Γ. Δερμιτζάκης, Οι περιβαλλοντικοί έλεγχοι στη χώρα μας, Εισήγηση σε ημερίδα με θέμα: Περιβαλλοντικοί έλεγχοι και δημόσια Διοίκηση, 06.12.2006,
Χ. Τζανα
βάρα, Περιβάλλον: Οι 5 μεγάλες πληγές, Ελευθεροτυπία, 5.6.2007, σ. 4.
[93] Σημειώνεται ότι η Οδηγία 2003/35/ΕΚ έχει εν μέρει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη με την ΚΥΑ 37111/2021/2003 (ΦΕΚ Β΄ 1391/29.9.2003) για τον καθορισμό τρόπου ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων των έργων και δραστηριοτήτων, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3010/2002. Επίσης με την ΚΥΑ 9269/470/2007 (ΦΕΚ Β΄ 286/2.3.2007) ενσωματώθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 7 και 4 παρ. 4 της Οδηγίας 2003/35/ΕΚ αναφορικά με τα μέσα ένδικης προστασίας του κοινού κατά πράξεων ή παραλείψεων της Διοίκησης σχετικά με θέματα ενημέρωσης και συμμετοχής του κατά τη διαδικασία έγκρισης περιβαλλοντικών όρων.
[94] Πρβλ.
Α. Λιάσκα, Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση του Άαρχους, ΠερΔικ 2009, σ. 235,
Χ. Κουταλάκης, «Θα τα πούμε στα δικαστήρια». Δημοκρατική λογοδοσία και έλεγχος των περιβαλλοντικών πολιτικών στην Ελλάδα, ΕφημΔΔ5/2009, σ. 686 επ.
[95] Πρβλ.
Χ. Κουταλάκης, «Θα τα πούμε στα δικαστήρια». Δημοκρατική λογοδοσία και έλεγχος των περιβαλλοντικών πολιτικών στην Ελλάδα, ΕφημΔΔ5/2009, σ. 686 επ.,
Α. Λιάσκα, Δέκα χρόνια μετά τη Σύμβαση του Άαρχους, ΠερΔικ 2009, σ. 231 επ.
[96] Πρβλ. ενδεικτικά το παράδειγμα της περιοχής Lanzarote της Ισπανίας, όπου η μη τήρηση της νομοθεσίας οδήγησε μεσοπρόθεσμα στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος, ώστε απειλείται να αρθεί η υπαφωγή της περιοχής στο Δίκτυο Natura 2000. Παράλληλα, μετά από κάποια χρόνια ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης η περιοχή μαραζώνει κοινωνικά και οικονομικά π.χ. με ανεργία που υπερβαίνει το 30%. M. Mulligan/C. Barr: Luxury hotels fall foul of law, Financial Times, 05.07.2010,
http://www.ft.com/cms/s/0/3277efea-8862-11df-aade-00144feabdc0.html ,
οι ίδιοι, Lanzarote faces losing its eco status, Financial Times, 05.07.2010,
http://www.lavozdelanzarote.com/IMG/html/Times.html , με περαιτέρω παραπομπές.
[97] Σχετικά με τις επιπτώσεις του τουρισμού ιδίως σε ευαίσθητα οικοσυστήματα: πρβλ. ενδεικτικά: UNEP: Environmental Impacts of Tourism, Global Development Research Center, 2001,
http://www.gdrc.org/uem/eco-tour/envi/index.html , E. Gormsen: The impact of tourism on coastal areas, Geo Journal, 1997, σ. 39 επ.
V. Kremsa, Environmental destination
management and
impacts
of tourism on coastal landscapes,
http://www.biodiversity.ru/coastlearn/tourism-eng/why_problems.html,
D. Buhalis/J. Fletcher, Εnvironmental impacts on tourism destinations: an economic analysis, in:
H. Coccossis, H. P. Nijkamp (επιμ.), Sustainable Tourism Development, London, σ. 3 επ.,
E. Cohen, Impact of tourism on the physical environment. Annals of Tourism Research. 5(2),1978, σ. 215 επ.,
G. Gratton/J. v. der Straaten, The environmental impact of tourism in Europe, in:
C.P. Cooper/A. Lockwood, A. (επιμ.), Progress in Tourism Recreation and Hospitality Management, Chichester, 1992, σ.147 επ.,
S. Lundie/L. Dwyer/P. Forsyth, Environmental - Econmic measures of Tourism Yield, Journal of Sustainable Tourism, 2007, σ. 503 επ.,
A. Thiel, Institutions shaping coastal ecosystems. The Algavre Case, Coastal Management 2010, σ. 144 επ.,
X. Κοκκώσης/ Π.Τσάρτας, Βιώσιμη Τουριστική Ανάπτυξη και Περιβάλλον, Αθήνα, 2001,
Π. Τσάρτας/Θ. Σταυρινούδη/Σ. Ζαγκότση/Α. Κυριακάκη/Μ. Βασιλείου, Τουρισμός και περιβάλλον, Αθήνα, 2010, σ. 14 επ., Cutting the impacts of luxury accommodation and travel, Εcos Magazine, Issue 136, May 200
http://www.csiro.au/news/ECOS-Issue136.html. Σχετικά με τη βιώσιμη διαχείριση οικοτόπων και τα προβλήματα που ανακύπτουνπτουν από την τουριστική ανάπτυξη:
Πρβλ. ενδεικτικά:
C. Garbe/U. Pröbstl/M. Meyer/B. Räth, Natura 2000 und nachhaltiger tourismus in sensiblen Gebieten, Bundesamt für Naturschutz, Bonn, 2005,
C. Revermann/T. Petermann, Tourismus in Großschutzgebieten, Impulse für eine nachhaltige Entwicklung, Berlin, 2003,
European Commission, Natura 2000 in the Mediterranean region, Environment Directorate General, Brussels 2009, σ. 11,
European Commission, Natura 2000, Conservation in Partnership, Luxembourg, 2005,
European Commission, Managing Natura 2000 sites, The provisions of Article 6 of the 'Habitats' Directive 92/43/EEC, Luxembourg, 2000,
European Commission, Sustainable tourism and Natura 2000,
guidelines,initiatives and good practices in Europe, Luxembourg, 2001,
P. Γιαννάκου, Ανθρώπινες δραστηριότητες στις προστατευόμενες περιοχές και βιωσιμότητα των φορέων διαχείρισης. Διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών στην Ελλάδα - δυνατότητες και δυσκολίες, Αθήνα, 2001,
Δ. Καραβέλλας/Γ. Κατσαδωράκης./Π. Μαραγκού/Θ. Νάντσου/Ε. Σβορώνου, Διαχείριση Προστατευόμενων Περιοχών: Οδηγός Ορθής Πρακτικής. WWF Ελλάς, Αθήνα, 2003,
Ε. Σβορώνου, Μέθοδοι Διαχείρισης του Οικοτουρισμού και του Τουρισμού σε Προστατευόμενες Περιοχές, ΥΠΕΧΩΔΕ-WWF Ελλάς, Αθήνα 2003,
Π. Κακούρος/Β., Τσιαούση/Ε. Χατζηχαραλάμπους, Οδηγίες εκπόνησης σχεδίων διαχείρισης προστατευομένων περιοχών, ΥΠΕΧΩΔΕ και Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων-Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), Θέρμη 2004. Ειδικότερα, σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των εγκαταστάσεων γηπέδων γκολφ: Πρβλ. ενδεικτικά:
S. L. Matthews, Mercury Contamination of Golf Courses Due to Pesticide Use, Bull Environmental Contamination Toxicology, September 1995, σ. 390 επ., J. Barton: How green is Golf?, Golf Digest, May 2008.,
F. Pearce, How Green Is Your Golf ?, New Science 1993, σ. 30 επ.,
P. Hadfield, Good Life Could Ruin Japan's Environment, New Scientist, 1993, σ. 9 επ.